Αντιφατικές είναι οι ενδείξεις που στέλνει η Wall Street στο κλείσιμο του 2018 και την αυγή του 2019, καθώς οι δείκτες έκλεισαν την τελευταία συνεδρίαση του έτους με ράλι, αλλά η συνολική εικόνα είναι η χειρότερη από το 2008, τότε που η χρηματοπιστωτική κρίση βρισκόταν στο αποκορύφωμά της.
Κατά τη διάρκεια του 2018 οι δείκτες σκαρφάλωσαν πολλές φορές σε ιστορικά υψηλά, ωστόσο οι εμπορικοί πόλεμοι, η αύξηση των επιτοκίων και η γεωπολιτική αβεβαιότητα αποδείχθηκαν ισχυρότερα από τις φοροαπαλλαγές, με αποτέλεσμα η Wall Street να κλείσει το έτος στο κόκκινο.
Οι αγορές, εκτεθειμένες βαθμιαία περισσότερο στους κινδύνους και τις αβεβαιότητες που παράγει η πολιτική Τραμπ αναγκάστηκαν να κοστολογήσουν το ρίσκο, λόγω της σημαντικής αύξησης του κόστους δανεισμού.
Το Trump-effect όπως αυτό εμπεδώνεται μέσα από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, τις εμπορικές και γεωπολιτικές αψιμαχίες με την Ευρώπη, τον αναθεωρητισμό όσον αφορά τις σχέσεις των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους στην Κεντρική Ασία και την Άπω Ανατολή επηρέασε αρνητικά τις αγορές.
Οι τρεις παράγοντες που ρυθμίζουν το κλίμα
Η Fed αναμένεται να συνεχίσει και το 2019 τις αυξήσεις των αμερικανικών επιτοκίων, αλλά με ηπιότερο ρυθμό, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει επιλέξει συγκρουσιακή ρητορική που θυμίζει τον Ταγίπ Ερντογάν.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι παρά τις αντιδράσεις, η Fed, το 2018, αύξηση τέσσερις φορές τα επιτόκια.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, αν και έδωσε μεγάλες φοροελαφρύνσεις στη Wall Street και επιχείρησε να επιμηκύνει, δεν κατάφερε παρά μερικές βραχύβιες εξάρσεις στους δείκτες. Συνολικά, η πορεία της Wall Street προδίδει τον αυξανόμενο βαθμό ανησυχίας για τις πολιτικές του προέδρου των ΗΠΑ, ενώ ο Τραμπ επιχειρεί να ρίξει τις ευθύνες για το “ξεφούσκωμα” των αγορών στη Fed που αύξησε τα επιτόκια για να προλάωει υπερθέμανση της οικονομίας και φούσκα.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε τη ρητορική αντιπαράθεση με τη Fed -που δεν απαντά- για να καλύψει τις δικές του ευθύνες, καθώς είναι οι αποφάσεις του και η αναθεωρητική του πολιτική αυτή που ευθύνεται για την αύξηση του ρίσκου και την επαναφορά της αβεβαιότητας.
Παράλληλα, οι εξελίξεις στο παγκόσμιο εμπόριο θα παραμείνουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των επενδυτών και το 2019. Η επόμενη συνάντηση των αντιπροσωπειών ΗΠΑ-Κίνας είναι προγραμματισμένη για τις αρχές Ιανουαρίου και, εφόσον προκύψουν θετικές εξελίξεις, οι αγορές θα μπορούσαν να επιδοθούν σε ένα ράλι ανακούφισης μετά τους κλυδωνισμούς των προηγούμενων μηνών.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ανέφερε το Σάββατο, μέσω του αγαπημένου του μέσου κοινωνικής δικτύωσης, Twitter, ότι ο ίδιος και ο Κινέζος ομόλογός του, Σι Τζινπίνγκ, σημείωσαν “μεγάλη πρόοδο” σε τηλεφωνική συνομιλία την οποία είχαν σχετικά με το εμπόριο, προαναγγέλλοντας ότι μια πιθανή συμφωνία των δύο πλευρών “προχωρά πολύ καλά”. Η δήλωση αυτή ωστόσο μπορεί να είναι παραπλανητική, με στόχο τον αποπροσανατολισμό των αγορών και την υποβάθμιση των κινδύνων.
Την ίδια στιγμή, η αβεβαιότητα στην Ουάσινγκτον από τις πολιτικές επιλογές του αρχηγού του προέδρου των ΗΠΑ, με τελευταίο παράδειγμα το “κλείσιμο” κρίσιμων ομοσπονδιακών υπηρεσιών λόγω της διαφωνίας με το Κογκρέσο για το τείχος στα σύνορα με το Μεξικό, αλλά και την ουσιαστική εξώθηση σε παραίτηση του υπουργού Άμυνας Τζέιμς Μάτις, λόγω της στροφής στην πολιτική για τη Συρία, θα συνεχίσει να επιβαρύνει το επενδυτικό κλίμα.
Κυριαρχούν οι αρκούδες, εκτός οι ταύροι
Η συνεδρίαση της Δευτέρας χαρακτηρίστηκε από υποτονικότητα, με τους επενδυτές να εστιάζουν μάλλον περισσότερο στην αλλαγή του έτους. Πάντως, το κλίμα στις αγορές ήταν θετικό, με διάχυτη την αισιοδοξία για γεφύρωση του χάσματος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, σε ό,τι αφορά την εμπορική διαμάχη.
Ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έκλεισε τη Δευτέρα με άνοδο 265,06 μονάδων (+1,15%), στις 23.327,46 μονάδες. Την ίδια ώρα, ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq έκλεισε με άνοδο 50,76 μονάδων (+0,77%), στις 6.635,28 μονάδες, ενώ ο ευρύτερος δείκτης S&P 500, που θεωρείται ο πιο ενδεικτικός της γενικής τάσης, έκλεισε με άνοδο 21,11 μονάδων (+0,85%), στις 2.506,85 μονάδες.
Ο Dow Jones υποχώρησε κατά 5,6%, κλείνοντας το έτος στις 23.327,46 μονάδες. Ο Nasdaq είχε συγκριτικά μικρότερες απώλειες, 3,9%, κλείνοντας τη χρονιά στις 6.635,28 μονάδες, ενώ ο S&P 500 υποχώρησε κατά 6,2%, στις 2.500, 97.
Τεχνικές ενδείξεις
Και οι τρεις δείκτες έκλεισαν το 2018 όντας σε διορθωτική τροχιά, με απώλειες που υπερβαίνουν το 10% από τα πρόσφατα υψηλά τους. Κατάφεραν ωστόσο να αποφύγουν τα χειρότερα, καθώς την εβδομάδα των Χριστουγέννων ο τεχνολογικός Nasdaq είχε διολισθήσει σε bear market, έχοντας υποχωρήσει πάνω από 20% από τα υψηλά του, ενώ Dow Jones και S&P είχαν βρεθεί μία ανάσα από την περιοχή της bear market.
Τόσο ο Dow Jones, όσο και ο S&P 500 είχαν τις μεγαλύτερες απώλειές τους από το 2008, όταν είχαν βυθιστεί 38,5% και 33,8% αντίστοιχα. Ο Nasdaq Composite είχε επίσης τη χειρότερη χρονιά του στη δεκαετία, μακριά όμως από την κατάρρευση της τάξης του 40% που είχε υποστεί το 2008, οπότε και ξέσπασε στις ΗΠΑ η μεγαλύτερη χρηματοοικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών.
Ο S&P 500 και ο Dow σημείωσαν πτώση για πρώτη φορά την τελευταία τριετία, ενώ ο Nasdaq έσπασε ένα εξάχρονο ανοδικό σερί. Το 2018 είναι και η πρώτη χρονιά στην ιστορία κατά την οποία ο S&P 500 σημειώνει ετήσια πτώση, ενώ έχει κινηθεί ανοδικά τα πρώτα τρία τρίμηνα του έτους.