Τον κίνδυνο οι πρωτοβουλίες της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διάσωση των τραπεζών να αποδειχθούν ανεπαρκείς και ετεροχρονισμένες, αντιμετωπίζει ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος φαίνεται ότι είχε αρχικά υποτιμήσει την καταιγίδα που ξέσπασε στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα τον Σεπτέμβριο, με αποτέλεσμα να παρεμβαίνει τώρα, στα μέσα Νοεμβρίου, χωρίς φρέσκο χρήμα και με προτάσεις, που ακόμα κι αν εγκριθούν από τον ESM, δεν θα αλλάξουν την υφιστάμενη κατάσταση αλλά θα εμπλέξουν το Δημόσιο σε μια διαδικασία risk sharing, περιορίζοντας, ενδεχομένως, τον δημοσιονομικό χώρο.
Το σχέδιο που φέρεται να έχει παρουσιάσει στις διοικήσεις των τραπεζών ο Γιάννης Στουρνάρας, βασίζεται στη μόχλευση του αναβαλλόμενου φόρο, μιας μορφής απαίτησης που έχουν οι τράπεζες έναντι του δημοσίου, για τις ζημιές του PSI, η οποία εγγράφεται στα κεφάλαιά τους, αλλά είναι άυλη. Ήτοι, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος προωθεί λύση μόχλευσης του αέρα, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι αυτός είναι έναντι απαίτησης από το ελληνικό Δημόσιο.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, αν και γνώριζε την εγγενή αδυναμία που δημιουργεί η έλλειψη ρευστότητας και η χαμηλή ποιότητα του παθητικού των τραπεζών, είχε αποδώσει τις πιέσεις στις μετοχές των τραπεζών, που είχαν ξεκινήσει στις αρχές του έτους και εντάθηκαν τον Σεπτέμβριο, σε κερδοσκοπικά παιχνίδια, όπως και το Μαξίμου, εξωραΐζοντας την πραγματικότητα και υποτιμώντας, εν γνώση τους, τους κινδύνους.
Το Crisis Monitor, με σειρά αναλύσεων από το 2017 και το 2018 επισημαίνει τους κινδύνους που δημιουργεί η χαμηλή ποιότητα του παθητικού και ενεργητικού, η οποία αποτυπώνεται στο HQLA και στην αδυναμία να πιάσουν οι τράπεζες τα όρια στον δείκτη LCR, εξαιτίας της μεγάλης απομείωσης που υφίστανται τα κεφάλαια λόγω της πλήρους ενσωμάτωσης των κριτηρίων της Βασιλείας ΙΙΙ και τον IFRS-9.
Παράλληλα, η EBA προσδιόρισε, σύμφωνα με εκθέσεις των διοικήσεων, τις κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών στα 5,8 δισ., την επόμενη διετία, κενό το οποίο έχουν δεσμευτεί να καλύψουν με την έκδοση χρεογράφων και αύξηση κεφαλαίου, ώστε να βελτιώσουν τους ποιοτικούς δείκτες.
Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, όμως, τα σχέδια αυτά έχουν και μια ακόμη δομική αδυναμία: την τιμή αγορά των κόκκινων δανείων από τις τράπεζες, καθώς μεσοσταθμικά φαίνεται να υπολογίζεται σε επίπεδα που υπερβαίνουν κατά πολύ τις τιμές αγοράς που κινούνται μεταξύ 5-20%, για την αγορά του οποίου οι τράπεζες θα εισφέρουν το ήμισυ της αναβαλλόμενης φορολογίας σε ειδικό όχημα σκοπού (SPV), μέσω του οποίου θα εκδοθούν ομόλογα.
Παράλληλα, η μόχλευση του αναβαλλόμενου φόρου αναμένεται να προσεγγίσει το 400%, καθώς για ένα χαρτοφυλάκιο μικτής λογιστικής αξίας 2 δισ. ευρώ και καθαρής λογιστικής αξίας 1 δισ., θα μεταβιβάζεται αναβαλλόμενος φόρος 290 εκατ. ευρώ, που μπορεί να μετατραπεί σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Δημοσίου.
Έτσι, στην πραγματικότητα, το Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκκαθαρίσει με μετρητά, από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα κόκκινα δάνεια σε τιμή 30% έναντι της μεικτής τους αξίας. Την ίδια στιγμή, όμως, παίρνει ένα senior note ομόλογο, που εκδίδει το SVP, το οποίο φέρει πρακτικά μερική εγγύηση Δημοσίου. Και αυτό διότι έχει μεταφερθεί στο SPV η υποχρέωση του Δημοσίου να καλύψει με μετρητά ενδεχόμενη αδυναμία συμψηφισμού του αναβαλλόμενου φόρου με κέρδη χρήσης.
Με τον τρόπο αυτό θα περιοριστεί ο σταθμισμένος κίνδυνος επί του ενεργητικού της τράπεζας, “καίγοντας αέρα” αντί για χρήμα και εξορθολογίζοντας την κεφαλαιακή της διάρθρωση, ενώ παράλληλα εξυγιαίνεται ο ισολογισμός.
Τεχνικά, όμως το σχέδιο δεν επιτυγχάνει παρά να κατεβάσει τους δείκτες Tier1 και παράλληλα να βελτιώσει το LCR, λόγω του περιορισμού των risk weighted assets, που υπολογίζονται, στην εξίσωση ρευστότητας των 30 ημερών. Έτσι, στην πραγματικότητα, απαντάται το ζήτημα της ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων που έχουν κατ επανάληψη θέσει οι οίκοι, αλλά παράλληλα αυξάνεται η έμμεση μόχλευση.