Παρά τους βαρύγδουπους στόχους και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει ουραγός στον παγκόσμιο ανταγωνισμό μικροκυκλωμάτων. Η κατάκτηση μεριδίου 20% στην παγκόσμια αγορά μέχρι το 2030, όπως προβλέπει η στρατηγική της ψηφιακής δεκαετίας, μοιάζει πλέον όχι απλώς φιλόδοξο αλλά αφελές όνειρο.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, ακόμη και οι ίδιες οι προβλέψεις της Επιτροπής δείχνουν πως το μερίδιο της ΕΕ θα φτάσει μόλις το 11,7% το 2030 — μια πενιχρή αύξηση σε σχέση με το 9,8% του 2022, μέσα σε μια αγορά που αναπτύσσεται ραγδαία. Το χάσμα ανάμεσα στις φιλοδοξίες και την πραγματικότητα είναι σήμερα πιο εμφανές από ποτέ.
Παρότι η Πράξη για τα Μικροκυκλώματα του 2022 έφερε νέα κινητικότητα, οι επενδύσεις που δρομολογήθηκαν είναι αναιμικές μπροστά στις ανάγκες. Από τα 86 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι απαιτούνται, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλύπτει μόλις το 5%, αφήνοντας το βάρος στα κράτη μέλη και τον ιδιωτικό τομέα. Για σύγκριση, οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές μικροκυκλωμάτων στον κόσμο επένδυσαν μόνο την τριετία 2020-2023 περίπου 405 δισ. ευρώ — ποσό που εκθέτει την ανεπάρκεια των ευρωπαϊκών προσπαθειών.
Ακόμα χειρότερα, η Επιτροπή δεν διαθέτει ούτε καν την αρμοδιότητα να συντονίσει τις εθνικές επενδύσεις, με αποτέλεσμα το οικοδόμημα της στρατηγικής να θυμίζει περισσότερο συρραφή αποσπασματικών πρωτοβουλιών παρά συνεκτικό σχέδιο. Οι καθυστερήσεις, η απουσία σαφών στόχων και η έλλειψη μηχανισμών παρακολούθησης καταγράφονται ξεκάθαρα στην έκθεση του ΕΕΣ.
«Ο στόχος του 20% ήταν εξαρχής ένας ιδεατός στόχος»
Όπως τόνισε η Annemie Turtelboom, μέλος του ΕΕΣ, «ο στόχος του 20% ήταν εξαρχής ένας ιδεατός στόχος που απαιτούσε σχεδόν τετραπλασιασμό της παραγωγικής ικανότητας μέχρι το 2030 – κάτι που με τους σημερινούς ρυθμούς μοιάζει αδύνατο». Η Επιτροπή, αντί να αναγνωρίσει την αποτυχία, συνεχίζει να επενδύει σε επικοινωνιακή διαχείριση, αποφεύγοντας να αναλάβει το πολιτικό κόστος των λανθασμένων επιλογών.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στη χρηματοδότηση. Η πράξη για τα μικροκυκλώματα καταρτίστηκε πρόχειρα και υπό πίεση, χωρίς να προηγηθεί ουσιαστική ανάλυση επιπτώσεων ή να εντοπιστούν τα λάθη της στρατηγικής του 2013. Έτσι, η ΕΕ κινδυνεύει να επαναλάβει τα ίδια ακριβώς σφάλματα, χάνοντας πολύτιμο χρόνο και πόρους.
Την ίδια ώρα, οι γεωπολιτικές εντάσεις, η εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες, το ενεργειακό κόστος και η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού εντείνουν τις αδυναμίες της Ευρώπης. Σε ένα τόσο κρίσιμο πεδίο όπως τα μικροκυκλώματα, οι παθητικές στρατηγικές δεν συγχωρούνται: άλλες παγκόσμιες δυνάμεις κινούνται επιθετικά για να διασφαλίσουν την τεχνολογική τους κυριαρχία.
Συνολικά, η εικόνα είναι σαφής: η πράξη για τα μικροκυκλώματα, με την παρούσα μορφή και φιλοσοφία, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των προσδοκιών που της φόρτωσε η Κομισιόν. Χρειάζεται επείγουσα επανεκτίμηση της κατάστασης και εκπόνηση μιας πραγματικά ρεαλιστικής στρατηγικής, διαφορετικά η Ευρώπη θα περιοριστεί στον ρόλο του κομπάρσου σε έναν από τους πιο κρίσιμους κλάδους του μέλλοντος.