Σε ΒΒΒ από ΒΒΒ- αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poor’s, με σταθερό outlook, ενώ σημειώνει την αποτυχια της κυβέρνησης στα Τέμπη, στη Δικαιοσύνη και την αντιδημοφιλία της ως μείζον πρόβλημα για την υλοποίηση περαιτέρω μεταρρυθμίσεων.
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τον οίκο Standard and Poor’s σε BBB με σταθερό outlook, σηματοδοτεί ένα ακόμα βήμα στην ομαλοποίηση του ελληνικού κρατικού αξιόχρεου. Ωστόσο, πίσω από την ελπιδοφόρα αυτή εξέλιξη, η έκθεση της S&P ενσωματώνει έναν ισχυρό πυρήνα προειδοποιήσεων για θεσμικά, μακροοικονομικά και δημογραφικά ρίσκα, τα οποία, αν δεν αντιμετωπιστούν, ενδέχεται να περιορίσουν τη δυναμική περαιτέρω πιστοληπτικής αναβάθμισης.
Η Ελλάδα αναβαθμίζεται σε BBB λόγω ισχυρών δημοσιονομικών επιδόσεων, υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος (3,5% του ΑΕΠ το 2024), και συνεχιζόμενης οικονομικής ανθεκτικότητας. Το σταθερό outlook αντανακλά την εξισορρόπηση ανάμεσα στη βελτίωση των δημοσιονομικών και την επιμονή υψηλών επιπέδων εξωτερικού και δημόσιου χρέους.
Δημοσιονομική πρόοδος και αναπτυξιακή ανθεκτικότητα
Η S&P επισημαίνει ότι η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2024, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον στόχο του προϋπολογισμού. Η υπεραπόδοση αποδίδεται κυρίως στην ενισχυμένη φορολογική συμμόρφωση, αλλά και στην υποεκτέλεση των επενδυτικών δαπανών, η οποία αναμένεται να αντιστραφεί φέτος. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να διοχετεύσει τα επιπλέον έσοδα σε επενδύσεις υποδομών, ενόψει της λήξης του Ταμείου Ανάκαμψης έως το τέλος του 2026.
Η S&P προβλέπει ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα 2,7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για την περίοδο 2025-2028, στηριζόμενη στην ισχυρή οικονομική δραστηριότητα, την πτώση της ανεργίας και την ψηφιοποίηση του κράτους. Παράλληλα, εκτιμάται ότι ο λόγος καθαρού χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθεί στο 114% το 2028, από 164% το 2019 – μία από τις ταχύτερες μειώσεις διεθνώς.
Διαρθρωτικά εμπόδια και μεταρρυθμιστική κόπωση
Παρ’ όλη τη δημοσιονομική πρόοδο, η S&P αναγνωρίζει ότι η μεταρρυθμιστική δυναμική της Ελλάδας εμφανίζει σημάδια κόπωσης. Ειδικά στους τομείς της δικαιοσύνης και της κτηματογράφησης, οι μεταρρυθμίσεις είναι είτε ημιτελείς είτε μη αποδοτικές, με αποτέλεσμα να επιβραδύνονται η απονομή δικαίου, οι επενδύσεις και η διαχείριση δημόσιας περιουσίας. Επιπλέον, οι δείκτες αντίληψης της διαφθοράς παραμένουν χαμηλοί σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Η S&P προειδοποιεί ότι χωρίς περαιτέρω θεσμική εμβάθυνση και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να καθηλωθεί σε έναν φαύλο κύκλο περιορισμένης παραγωγικότητας και επιμονής εξωτερικών ανισορροπιών.
Εξωτερικές ανισορροπίες: Αχίλλειος πτέρνα της οικονομίας
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σε ανησυχητικά επίπεδα, πάνω από 6% του ΑΕΠ, για πέμπτη συνεχή χρονιά. Η S&P το αποδίδει:
-
στην αύξηση των εισαγωγών λόγω δημόσιων επενδύσεων (NextGenEU),
-
στην εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα,
-
και στη σχετικά περιορισμένη ανταγωνιστικότητα του εξαγωγικού τομέα.
Η έκθεση σημειώνει πως χωρίς πρόοδο στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και στον περιορισμό της εξάρτησης από εισαγόμενα αγαθά, το εξωτερικό έλλειμμα είναι πιθανό να παραμείνει επίμονα υψηλό (5,9% κατά μέσο όρο έως το 2028), καθιστώντας τη χώρα ευάλωτη σε κρίσεις εξωτερικής χρηματοδότησης.
Πολιτικό ρίσκο: Συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια
Παρότι η S&P εκτιμά ότι οι πρόσφατες μαζικές διαμαρτυρίες για την τραγωδία στα Τέμπη δεν υπονομεύουν τη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα, εντοπίζει ενδείξεις διεύρυνσης του πολιτικού κόστους για την κυβέρνηση και πιθανή επιβράδυνση της μεταρρυθμιστικής ορμής. Η πολιτική σταθερότητα αξιολογείται θετικά, ωστόσο οι πιέσεις από την κοινή γνώμη και η προοπτική εκλογών το 2027 εισάγουν αβεβαιότητες ως προς την εφαρμογή διαρθρωτικών παρεμβάσεων.
Μακροπρόθεσμα ρίσκα: Δημογραφία και παραγωγικότητα
Η S&P αναδεικνύει την γήρανση και τη συρρίκνωση του πληθυσμού ως κρίσιμο μακροοικονομικό εμπόδιο. Από το 2011, ο πληθυσμός της χώρας έχει μειωθεί κατά 6%, ενώ η Ελλάδα είναι πλέον η τέταρτη γηραιότερη χώρα της ΕΕ. Παρότι το ασφαλιστικό σύστημα έχει μεταρρυθμιστεί επαρκώς, η εξέλιξη αυτή περιορίζει το αναπτυξιακό δυναμικό, μειώνει την ενεργή εργασία και θέτει δημοσιονομικές προκλήσεις για τις επόμενες δεκαετίες.
Παράλληλα, οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα παραμένουν χαμηλές και εστιάζονται κυρίως στην αγορά ακινήτων, γεγονός που δεν ενισχύει ουσιαστικά την παραγωγικότητα ή την τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας.
Καταληκτική αποτίμηση και σενάρια
Η αναβάθμιση της S&P εδράζεται σε τεχνικά θεμελιωμένες βελτιώσεις: δημοσιονομικά πλεονάσματα, μείωση χρέους, οικονομική σταθερότητα. Ωστόσο, οι μακροοικονομικές και θεσμικές προκλήσεις παραμένουν έντονες και απειλούν να ανακόψουν τη δυναμική:
-
Ανοδικό σενάριο: θα μπορούσε να επέλθει περαιτέρω αναβάθμιση αν μειωθεί η εξάρτηση από εισαγωγές και εξωτερικό χρέος.
-
Πτωτικό σενάριο: ενδέχεται να υπάρξει υποβάθμιση σε περίπτωση επιδείνωσης των δημοσιονομικών ή καθήλωσης των μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής: είτε θα μετατρέψει την τρέχουσα οικονομική πρόοδο σε δομική ανθεκτικότητα, είτε θα μείνει εγκλωβισμένη σε ένα νέο status quo, λιγότερο επισφαλές αλλά εξίσου περιοριστικό.
Η βαθμολογία της Ελλάδας
Oι DBRS και Scope βαθμολογούν την ελληνική οικονομία με «ΒΒΒ», δηλ μία βαθμίδα υψηλότερα από το τελευταίο «σκαλοπάτι» της επενδυτικής διαβάθμισης, με σταθερό το outlook. Από την άλλη, Moody’s και Fitch έχουν το ελληνικό αξιόχρεο μια βαθμίδα παρακάτω, «Baa3» και «ΒΒΒ-» αντίστοιχα (σταθερό outlook), με τον οίκο Moody’s να είναι ο τελευταίος που ανέβασε την ελληνική οικονομία στο investment grade, στις 14 Μαρτίου 2025.
Η ανάλυση της S&P
Η Ελλάδα ξεπέρασε σημαντικά τους δημοσιονομικούς στόχους της για το 2024. Υπολογίζουμε ότι η κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 3,5% του ΑΕΠ το 2024, που ισοδυναμεί με καθαρό πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ. Αυτό είναι πολύ υψηλότερο από τον αρχικό προϋπολογισμό για 2,1% του ΑΕΠ. Αποδίδουμε μέρος της υπεραπόδοσης στην υποεκτέλεση των προγραμματισμένων επενδύσεων, η οποία είναι πιθανό να αντιστραφεί το 2025. Ωστόσο, η υπέρβαση σε ότι αφορά τις προσπάθειες φορολογικής συμμόρφωσης υποστήριξε για άλλη μια φορά την υπεραπόδοση και αναμένουμε ότι αυτό θα συνεχίσει να υποστηρίζει την αύξηση των εσόδων φέτος.
Η δημοσιονομική τροχιά είναι καλά “αγκυρωμένη”. Προβλέπουμε ότι η κυβέρνηση θα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,7% του ΑΕΠ για την περίοδο 2025-2028. Μετά από ανασχηματισμό της κυβέρνησης, το νέο υπουργικό συμβούλιο παραμένει επικεντρωμένο στη δημοσιονομική σύνεση και στην ανοικοδόμηση αποθεμάτων ασφαλείας.
Επιπλέον, οι προβλέψεις «καμία αλλαγή πολιτικής» συνεχίζουν να υποδεικνύουν θετικά κυκλικά κέρδη για το ελληνικό ταμείο -αυτό δίνει στην κυβέρνηση δημοσιονομική ευελιξία να λάβει μέτρα. Αναμένουμε ότι η κυβέρνηση θα διαθέσει σε μεγάλο βαθμό πρόσθετα απροσδόκητα έσοδα για την ενίσχυση των επενδύσεων σε δημόσιες υποδομές, ιδιαίτερα καθώς Ταμείο Ανάκαμψης αρχίζει να κλείνει από το 2027.
Η ελληνική οικονομία πρόκειται να συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις από τις αντίστοιχες της ζώνης του ευρώ. Προβλέπουμε ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα είναι κατά μέσο όρο 2,3% την περίοδο 2025-2028. Δεδομένων των περιορισμένων άμεσων διασυνδέσεων, ο αντίκτυπος στην Ελλάδα από τις αλλαγές σε ότι αφορά τους δασμούς των ΗΠΑ είναι πιθανό να είναι μέτριος.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας που συνδέεται με το Ταμείο Ανάκαμψης την περίοδο 2025-2026 θα προσφέρει σημαντική ώθηση. Μεσοπρόθεσμα, η ανάπτυξη θα πρέπει να ενισχυθεί από τη συνεχιζόμενη βελτίωση των επιπέδων απασχόλησης, την αύξηση των πραγματικών μισθών και τις πιθανές θετικές επιπτώσεις από τις υψηλότερες γερμανικές δαπάνες και τις επενδύσεις της ΕΕ.
Ο λόγος του καθαρού δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παρουσιάζει σαφή και συνεχή βελτίωση. Τα διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την ανθεκτική ανάπτυξη, μας οδηγούν στο να προβλέψουμε ότι αυτός ο δείκτης θα μειωθεί στο 114% το 2028. Αυτό θα ήταν 50 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον δείκτη στο τέλος του 2019, σηματοδοτώντας μια από τις ισχυρότερες βελτιώσεις παγκοσμίως τον τελευταίο καιρό.
Θεσμικό και οικονομικό προφίλ:
• Προβλέπουμε ότι η ανάπτυξη θα είναι κατά μέσο όρο 2,4% την περίοδο 2025-2026, λόγω των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ η οικονομική επέκταση στη συνέχεια θα αρχίσει να μειώνεται καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης αρχίζει να κλείνει.
• Με λίγο λιγότερο από το 70% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, οι υπηρεσίες -συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού και της ναυτιλίας- κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία. Ενώ η ναυτιλία θα μπορούσε να αποδειχθεί ευάλωτη σε έναν επιδεινούμενο εμπορικό πόλεμο, αναμένουμε ότι οι άλλες υπηρεσίες θα είναι λιγότερο ευαίσθητες σε εξωτερικούς οικονομικούς κραδασμούς από τη μεταποίηση.
• Οι μεγάλες οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν κάνει την οικονομική τροχιά πιο βιώσιμη, αλλά τα σημεία «συμφόρησης» σε τομείς όπως η δικαιοσύνη εξακολουθούν να αποτελούν πρόκληση.
• Οι ευρείας κλίμακας διαμαρτυρίες για τη διετή επέτειο από τη σιδηροδρομική καταστροφή των Τεμπών είναι απίθανο να υπονομεύσουν τη βραχυπρόθεσμη πολιτική σταθερότητα.
Η ελληνική οικονομία συνέχισε να υπερβαίνει την εκτίμηση δυνητικής ανάπτυξης 1,9% που δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος. Καθοδηγούμενη από την ισχυρή επενδυτική δραστηριότητα που τροφοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα αυξανόμενα διαθέσιμα εισοδήματα και την ισχυρή τουριστική ζήτηση, η συνολική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ έφτασε το 2,3% το 2024.
Η οικονομία όχι μόνο ξεπέρασε την εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για δυνητική ανάπτυξη, αλλά ξεπέρασε και την ανάπτυξη 0,9% που πέτυχε η ζώνη του ευρώ συνολικά πέρυσι. Οι επενδύσεις σε όλη την οικονομία αυξάνονται αλλά εξακολουθούν να υστερούν με βάση τα ιστορικά δεδομένα και τροφοδοτούνται από τις επενδύσεις του δημόσιου και όχι του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος της επενδυτικής δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα είναι σε ακίνητα. Ενώ ο κλάδος είναι παρεμφερής με τον τουρισμό, δεν συμβάλλει τόσο προφανώς στην ενίσχυση της παραγωγικότητας όσο άλλες επενδύσεις κεφαλαίου, όπως τα μηχανήματα.
Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ελληνική αγορά εργασίας είναι θετικές. Σύμφωνα με τα τελευταία εναρμονισμένα στοιχεία, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μειώθηκε στο 8,6% τον Φεβρουάριο του 2025, καθιστώντας την ανεργία στην Ελλάδα την τέταρτη υψηλότερη στην ΕΕ, αντί της δεύτερης υψηλότερης, όπως ήταν στα τέλη του 2024.
Εκτιμούμε τον κίνδυνο για την Ελλάδα από τους νέους δασμούς των ΗΠΑ ως διαχειρίσιμο. Η Ελλάδα έχει μόνο μια μικρή άμεση έκθεση στις ΗΠΑ. Οι άμεσες εξαγωγές αγαθών ανέρχονται περίπου στο 0,8% του ΑΕΠ. Τούτου λεχθέντος, η Γερμανία και η Ιταλία, οι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας, είναι σημαντικά πιο εκτεθειμένες στον αντίκτυπο των αμερικανικών δασμών. Ο μεταποιητικός κλάδος της Ελλάδας, ο οποίος παρουσιάζει αυξανόμενη σημασία τα τελευταία χρόνια, εξάγει σημαντικό όγκο ενδιάμεσων αγαθών σε γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Ιταλίας. Επιπλέον, ο ναυτιλιακός κλάδος της Ελλάδας θα επηρεαστεί σαφώς αρνητικά από τη μείωση του παγκόσμιου όγκου συναλλαγών, αν και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στρατηγικές επανεξαγωγής και αλλαγής δρομολόγησης για τον μετριασμό του συνολικού αντίκτυπου. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένης της αρκετά χαμηλής συνεισφοράς του στα δημόσια έσοδα, ένα σοκ στον ναυτιλιακό τομέα είναι απίθανο να επηρεάσει ουσιαστικά τα δημόσια οικονομικά.
Παρά το αβέβαιο εξωτερικό περιβάλλον, αναμένουμε ότι η οικονομική δραστηριότητα θα είναι ανθεκτική τα επόμενα χρόνια. Συνολικά, το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι περίπου 15% χαμηλότερο από το υψηλό του πριν από την κρίση χρέους, υποδηλώνοντας την ικανότητα να συνεχίσει να έχει υψηλότερη απόδοση από τους ομοτίμους. Επιπλέον, οι δαπάνες του Ταμείου Ανάκαμψης πρόκειται να αυξηθούν σημαντικά κατά την περίοδο 2025-2026, καθώς πλησιάζει η προθεσμία της 31ης Δεκεμβρίου 2026. Τούτου λεχθέντος, υπάρχει κάποια συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με το εάν θα επιτραπεί να δαπανηθούν τα κεφάλαια που ελήφθησαν το 2026 το 2027.
Οι πρόσφατες διαμαρτυρίες υποδηλώνουν δυσαρέσκεια με την κυβέρνηση, αλλά δεν φαίνεται πιθανό να αλλάξουν τη βραχυπρόθεσμη μεταρρυθμιστική τροχιά. Στα τέλη Φεβρουαρίου 2025, και στην επέτειο των δύο ετών από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, εμφανίστηκαν μαζικές διαμαρτυρίες. Η απογοήτευση έχει αυξηθεί λόγω της αργής προόδου της έρευνας του κοινοβουλίου για την καταστροφή, η οποία στοίχισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ζήτημα έχει βλάψει τη δημοτικότητα του κυβερνώντος κόμματος, αλλά οι εκλογές δεν αναμένεται να γίνουν μέχρι το 2027. Αν και η κυβέρνηση είναι πιθανό να δώσει προτεραιότητα στις επενδύσεις σε σιδηροδρομικές μεταφορές τα επόμενα χρόνια, δεν αναμένουμε να δούμε καμία άλλη αλλαγή πιστοληπτικής αξίας στην κυβερνητική πολιτική.
Τα διαρθρωτικά σημεία συμφόρησης εξακολουθούν να εμποδίζουν το δυναμικό της Ελλάδας. Οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν θεσπίσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν μεταμορφώσει την οικονομική και δημοσιονομική δυναμική της χώρας, τοποθετώντας και τις δύο σε μια ουσιαστικά πιο βιώσιμη βάση. Ωστόσο, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια για να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές της. Για παράδειγμα, στον τομέα της δικαιοσύνης, οι μεταρρυθμίσεις φαίνεται ότι είχαν μέχρι στιγμής σχετικά περιορισμένο αποτέλεσμα και η εκκρεμότητα των δικαστηρίων συνεχίστηκε. Επιπλέον, η διαδικασία κτηματογράφησης παραμένει ημιτελής και, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει χαμηλές βαθμολογίες σε μέτρα που μετρούν την αντίληψη της διαφθοράς.
Η συρρίκνωση και η γήρανση του πληθυσμού της Ελλάδας είναι ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα. Ο πληθυσμός έχει συρρικνωθεί πάνω από 6% από τότε που κορυφώθηκε το 2011, καθώς η κατάρρευση των ποσοστών γεννήσεων σε συνδυασμό με ένα κύμα μετανάστευσης. Η Ελλάδα είναι πλέον η τέταρτη γηραιότερη χώρα της ΕΕ και οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποδηλώνουν ότι, έως το 2050, ο πληθυσμός της θα έχει το υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων (και άνω των 65) από οποιοδήποτε κράτος της ΕΕ. Αυτό είναι πιθανό να επιβαρύνει τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ήδη λάβει σημαντικά μέτρα για να περιορίσουν τη δημοσιονομική έκθεση του κράτους σε αυτή τη δημογραφική αλλαγή — ειδικότερα, το συνταξιοδοτικό σύστημα υποβλήθηκε σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις μετά την οικονομική κρίση. Αυτό σημαίνει ότι στις βασικές προβολές «καμία αλλαγή πολιτικής», το ελληνικό κράτος είναι στην πραγματικότητα το λιγότερο εκτεθειμένο στη δημογραφική πίεση από όλα τα κράτη της ΕΕ.
Η Ελλάδα πέτυχε ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις το 2024. Εκτιμούμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στο 3,5% του ΑΕΠ, που ισοδυναμεί με ένα άμεσο πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ. Αυτό είναι πολύ πάνω από τον αρχικά προϋπολογισμένο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ και επιτεύχθηκε, εν μέρει, χάρη στις επιτυχημένες προσπάθειες για φορολογική συμμόρφωση. Ειδικότερα, η χρήση των POS διευρύνθηκε στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας και εισήχθη το σύστημα ηλεκτρονικής τιμολόγησης MyData, εμποδίζοντας τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να υποδηλώνουν κέρδη. Το θετικό αποτέλεσμα αντανακλά επίσης κάποια υποεκτέλεση των κεφαλαιακών επενδύσεων, η οποία θα πρέπει να αναστραφεί φέτος. Η υπεραπόδοση των εσόδων της Ελλάδας ήταν τόσο ισχυρή που η κυβέρνηση μπόρεσε να ανακοινώσει αρκετά μέτρα κατά τη διάρκεια του έτους χωρίς να υπονομεύσει τη δημοσιονομική πορεία. Αυτά περιελάμβαναν περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και αύξηση των συντάξεων και των μισθών του δημόσιου τομέα. Η τελική ώθηση προήλθε από τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα οποία εκτιμάται ότι ανήλθαν πέρυσι σε 4,2 δισ. ευρώ (1,8% του ΑΕΠ). Αν και οι εισπράξεις αυτές βρίσκονται εκτός της περιμέτρου του δημοσιονομικού ισοζυγίου, συνέβαλαν στη μείωση της καθαρής θέσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας.
Η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας είναι συνετή και ενδέχεται να βελτιωθεί. Αναμένουμε ότι η κυβέρνηση θα διατηρήσει ένα σταθερό πρωτογενές πλεόνασμα κατά μέσο όρο 2,7% του ΑΕΠ την περίοδο 2025-2028. Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα θα υποστηριχθούν από την υγιή οικονομική δραστηριότητα, τη μείωση της ανεργίας και τις προσπάθειες συμμόρφωσης και ψηφιοποίησης της κυβέρνησης. Είναι σημαντικό ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σχετικά περιορισμένη πίεση για τις δαπάνες από την άμυνα -εκταμίευσε περίπου 3% του ΑΕΠ πέρυσι και είναι μία χώρα με τα υψηλότερα ποσοστά από τις χώρες του ΝΑΤΟ. Προβλέπουμε ότι τυχόν περαιτέρω δημοσιονομικά πρόσθετα θα διατεθούν πιθανότατα σε δημόσιες επενδύσεις, ιδίως καθώς το NextGenEU αρχίζει να εκκαθαρίζεται από το 2027.
Η βιωσιμότητα του χρέους βελτιώνεται. Το 2026, προβλέπουμε ότι ο δείκτης καθαρού χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ θα πέσει χαμηλότερα από εκείνον της Ιταλίας και αναμένουμε περαιτέρω ουσιαστικές βελτιώσεις καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψής μας. Μέχρι το 2028, εκτιμούμε ότι ο λόγος αυτός θα έχει μειωθεί στο 114%, γεγονός που θα συνεπάγεται βελτίωση κατά 50 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το τέλος του 2019, μια από τις ταχύτερες βελτιώσεις της τελευταίας δεκαετίας παγκοσμίως. Στον υπολογισμό του καθαρού χρέους μας ενσωματώνουμε τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα. Αυτά ανήλθαν σε 36 δισ. ευρώ (15,3% του ΑΕΠ) στο τέλος του 2024. Το προφίλ χρέους της Ελλάδας, αν και εξακολουθεί να είναι μεγάλο, είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά: Η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι περίπου 18,8 έτη, το μέσο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης μετά τις ανταλλαγές είναι μόλις 1,3% και είναι καλά καλυμμένο έναντι περαιτέρω μεταβολών των επιτοκίων.
Οι παρατεινόμενες εξωτερικές ευπάθειες της Ελλάδας υπονομεύουν την κατά τα άλλα ισχυρή βελτίωση των περισσότερων άλλων πιστωτικών δεικτών. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν πάνω από 6% για πέντε συνεχόμενα έτη και επιδεινώθηκε ελαφρώς σε 6,4% το 2024, παρά τα ρεκόρ στον τουρισμό. Η επιδείνωση αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την αύξηση των εισαγωγών και κάποια εξασθένηση των εξαγωγών. Κατά την άποψή μας, ένας βασικός παράγοντας που επηρεάζει τα συνολικά στοιχεία του ελλείμματος είναι η αύξηση των επενδυτικών σχεδίων που συνδέονται με το NextGenEU και επιβαρύνουν τις εισαγωγές -αυτό εξηγεί επίσης γιατί αναμένουμε ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα παρουσιάσει περαιτέρω ελαφρά αποδυνάμωση τα επόμενα δύο χρόνια, προτού αρχίσει να βελτιώνεται από το 2027.
Χωρίς περαιτέρω πρόοδο όσον αφορά την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ή περισσότερες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι πιθανό να παραμείνει. Ένα αυξημένο και δυνητικά επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκθέτει δυσανάλογα την Ελλάδα σε κινδύνους εξωτερικής χρηματοδότησης. Επιπλέον, δεδομένης της ακόμη σημαντικής εξάρτησης της χώρας από τους εισαγόμενους υδρογονάνθρακες για την εγχώρια παραγωγή ενέργειας, η χώρα είναι εκτεθειμένη σε ξαφνικές μεταβολές των τιμών της ενέργειας. Οι προσπάθειες για την αύξηση της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της διασύνδεσης του δικτύου με εκείνα των γειτονικών χωρών, ώστε να επιτρέπεται η εξαγωγή της ευμετάβλητης αιολικής και ηλιακής παραγωγής, αναμένεται να συμβάλουν στην αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, εφόσον εκτελεστούν επιτυχώς. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας στον εξωτερικό τομέα της Ελλάδας θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στις ανισορροπίες -η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος θα απαιτούσε περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενίσχυαν την παραγωγικότητα. Προς το παρόν, αναμένουμε ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει σταθερά ελλειμματικό και πολύ πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, κατά μέσο όρο στο 5,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2025-2028.
Η Ελλάδα διαθέτει τον μεγαλύτερο στόλο υπό σημαία στον κόσμο και τα πλοία αλληλεπιδρούν με πολύπλοκους τρόπους με τους εξωτερικούς λογαριασμούς της χώρας. Οι πλοιοκτήτες έχουν συνήθως μη ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία που αντιστοιχούν σε δανειακές υποχρεώσεις. Δεδομένου του μεγέθους του νηολογίου, αυτά θα μπορούσαν να συμβάλλουν ως προς την έκταση και τους κινδύνους του εξωτερικού χρέους της ελληνικής οικονομίας στους βασικούς μας δείκτες. Για το λόγο αυτό, εξαιρούμε τους εφοπλιστές από την εκτίμησή μας για την εξωτερική θέση. Παρ’ όλα αυτά, οι ροές του ισοζυγίου πληρωμών που αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος υποδηλώνουν ότι η ναυτιλία έχει πολύ μικρή επίπτωση στη συνολική καθαρή θέση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – το ναυτιλιακό ισοζύγιο ήταν αρνητικό κατά 124 εκατ. ευρώ το 2024, αλλά αυτό συνέβαλε μόλις κατά 0,3% στο συνολικό έλλειμμα του ισοζυγίου εμπορευμάτων.
Θεωρούμε ότι οι κλαδικοί κίνδυνοι στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχουν υποχωρήσει και οι ελληνικές τράπεζες έχουν εισέλθει σε μια νέα φάση σταθερότητας και ανάπτυξης. Το θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο της Ελλάδας έχει ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τα πρότυπα της ευρωζώνης, ενισχυμένο από την προληπτική εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μακροπροληπτικά μέτρα και την επιτυχή εξυγίανση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) – κυρίως μέσω του προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων Ηρακλής. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του τραπεζικού τομέα μειώθηκε στο 4,6% από πάνω από 56% το 2016, βοηθούμενος από την εξυγίανση, τον εξορθολογισμό των επιχειρηματικών μοντέλων και τις σταθερές λειτουργικές επιδόσεις (βλ. «Various Positive Rating Actions Taken On Greek Banks On Stronger Institutional Framework And Improving Capital Quality,» published Jan. 31, 2025). Σύμφωνα με τις νέες κανονιστικές οδηγίες, οι τράπεζες επιταχύνουν επίσης την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) για τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων. Παρόλο που τα NPEs έχουν σε μεγάλο βαθμό μεταφερθεί πλήρως από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε αυτούς των εξειδικευμένων πιστωτικών φορέων, το συνολικό απόθεμα στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του παραμένει επίμονα μεγάλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δικαστικές εμπλοκές έχουν καθυστερήσει την επίλυση, εμποδίζοντας τους δανειολήπτες να αποκτήσουν πρόσβαση σε νέα χρηματοδότηση και υπονομεύοντας ενδεχομένως την ανάπτυξη του ΑΕΠ.