Οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ συνεχίζουν να διαχειρίζονται τα κονδύλια ανάκαμψης με τρόπους που εγείρουν σοβαρά ερωτήματα διαφάνειας και λογοδοσίας. Παρά τις προειδοποιήσεις, οι έλεγχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποδεικνύονται ανεπαρκείς, επιτρέποντας την καταστρατήγηση των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις και τις κρατικές ενισχύσεις. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: αν δεν ληφθούν αυστηρότερα μέτρα, η μεγαλύτερη χρηματοδοτική παρέμβαση στην ιστορία της ΕΕ κινδυνεύει να μετατραπεί σε πεδίο πολιτικής διαπλοκής και σκανδάλων.
Οι έλεγχοι του ταμείου της ΕΕ για την ανάκαμψη από την πανδημία στις δημόσιες συμβάσεις και τις κρατικές ενισχύσεις είναι μέχρι στιγμής ανεπαρκείς και απογοητευτικοί.
Τα κονδύλια ανάκαμψης από την πανδημία COVID-19 διατίθενται για τη χρηματοδότηση μέτρων που συνδέονται άμεσα με τις δημόσιες συμβάσεις και τις κρατικές ενισχύσεις. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρά την εντατικοποίηση των ελέγχων, αδυνατεί να διασφαλίσει τη διαφάνεια και την ορθή διαχείριση αυτών των χρημάτων. Ορισμένες κυβερνήσεις όχι μόνο δεν ανακτούν αχρεωστήτως δαπανηθέντα κονδύλια, αλλά ακόμα κι όταν το κάνουν, αυτά δεν επιστρέφονται στον προϋπολογισμό της ΕΕ, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο προηγούμενο καταστρατήγησης των ευρωπαϊκών πόρων.
Συστηματική μη συμμόρφωση
Η ανικανότητα ή η απροθυμία των κυβερνήσεων να θεσπίσουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου έχει καταστήσει αβέβαιο κατά πόσο τα 650 δισ. ευρώ του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ) συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις για τις δημόσιες συμβάσεις και τις κρατικές ενισχύσεις. Αυτή η αποτυχία υπογραμμίζεται στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), η οποία αποκαλύπτει σοβαρές αδυναμίες στα συστήματα δικλίδων των κρατών-μελών και ανεπάρκειες στους ελέγχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι συνέπειες είναι σοβαρές: χρήματα που προορίζονται για την ανάκαμψη μπορεί να κατευθύνονται προς έργα αμφίβολης διαφάνειας ή ακόμα και κατάχρησης.
Οι εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες είναι οι άμεσοι δικαιούχοι αυτών των κονδυλίων, έχουν νομική και πολιτική υποχρέωση να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς και εθνικούς κανόνες. Ωστόσο, η χαλαρότητα των ελέγχων σε πολλά κράτη-μέλη υπονομεύει αυτή τη δέσμευση. Η Επιτροπή, από την πλευρά της, οφείλει να επιβάλει αυστηρότερες διαδικασίες ελέγχου και κυρώσεις στις κυβερνήσεις που αμελούν τις υποχρεώσεις τους.
«Η συστηματική μη συμμόρφωση με τους κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις και τις κρατικές ενισχύσεις αποτελεί χρόνιο πρόβλημα στη διαχείριση του προϋπολογισμού της ΕΕ», δήλωσε ο Jorg Kristijan Petrovič, μέλος του ΕΕΣ. «Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και τα κράτη-μέλη δεν έδωσαν τη δέουσα προσοχή στο ζήτημα από την αρχή. Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να χαθούν τεράστια ποσά σε αμφιλεγόμενες δαπάνες, αντί να αξιοποιηθούν προς όφελος των πολιτών».
Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι, παρά τις επιμέρους βελτιώσεις, πολλές χώρες εξακολουθούν να παρουσιάζουν ελλείψεις στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις για τις δημόσιες συμβάσεις. Η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, αλλά ακόμα και εκεί, τα εθνικά συστήματα ελέγχου δεν παρέχουν την απαιτούμενη βεβαιότητα.
Πρόβλημα η ασάφεια
Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος έγκειται στην ασάφεια των κανονισμών, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να εκμεταλλεύονται τα κενά για να αποφύγουν ουσιαστικούς ελέγχους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρχικά επικέντρωσε τις ελεγκτικές της διαδικασίες σε ζητήματα απάτης, διαφθοράς και σύγκρουσης συμφερόντων, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τη συμμόρφωση με τους κανόνες των δημοσίων συμβάσεων. Αν και οι διαδικασίες της έχουν βελτιωθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά κενά. Για παράδειγμα, δεν έχουν ελεγχθεί όλες οι χώρες της ΕΕ με τον ίδιο βαθμό λεπτομέρειας, αφήνοντας χώρο για ευκαιριακές πολιτικές διαχείρισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι διορθωτικές ενέργειες που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις είναι ανεπαρκείς, μειώνοντας την αποτρεπτική ισχύ των ελέγχων. Στην πράξη, οι χώρες της ΕΕ σπάνια ανακτούν τα κονδύλια που έχουν διατεθεί σε μη συμμορφούμενες δαπάνες, ενώ ακόμη και όταν τα ανακτούν, δεν τα επιστρέφουν στον προϋπολογισμό της ΕΕ ούτε αφαιρούνται από μελλοντικές πληρωμές του ΜΑΑ. Αυτή η ανωμαλία, αν και εναρμονισμένη με τον σχεδιασμό του μηχανισμού, δημιουργεί ένα τεράστιο πολιτικό και οικονομικό ρίσκο: η κακοδιαχείριση και η κατάχρηση δεν έχουν πραγματικές συνέπειες, δίνοντας στις κυβερνήσεις το ελεύθερο να συνεχίσουν χωρίς φόβο κυρώσεων.
Εργαλείο ανάκαμψης ή διαπλοκής;
Ο μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ) αποτελεί το μεγαλύτερο χρηματοδοτικό πρόγραμμα της ΕΕ για την αντιμετώπιση της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία. Με συνολικό προϋπολογισμό 650 δισ. ευρώ (359 δισ. σε επιχορηγήσεις και 291 δισ. σε δάνεια), αποτελεί ένα εργαλείο που θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στην ανάκαμψη της Ευρώπης. Ωστόσο, αν η αδυναμία ελέγχου συνεχιστεί, υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε εργαλείο διαπλοκής, πελατειακών σχέσεων και κακοδιαχείρισης, με τεράστιες πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις για το μέλλον της Ένωσης.
Η ειδική έκθεση 09/2025, με τίτλο «Συστήματα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των δαπανών του ΜΑΑ με τους κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις και τις κρατικές ενισχύσεις – Σημειώνεται βελτίωση, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να μην είναι αρκετή», είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο του ΕΕΣ και συνοδεύεται από μονοσέλιδη επισκόπηση με τα βασικά στοιχεία και ευρήματα του ελέγχου.
Ο εν προκειμένω έλεγχος συμπληρώνει τις προηγούμενες εκθέσεις μας σχετικά με τα συστήματα δικλίδων του ΜΑΑ, συμπεριλαμβανομένης της ειδικής έκθεσης 07/2023 σχετικά με τον σχεδιασμό του συστήματος δικλίδων της Επιτροπής για τον ΜΑΑ και της ειδικής έκθεσης 22/2024 σχετικά με τον κίνδυνο διπλής χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό της ΕΕ.