Τις πιστωτικές τους θέσεις ενισχύουν οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες και, παράλληλα βελτιώνουν την στρατηγική τους ευελιξία, παρά τις προκλήσεις που προκύπτουν από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και τις γεωπολιτικές εντάσεις, επισημαίνει σε ανάλυσή της η Morningstar DBRS.
Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε καλή θέση να συνεχίσουν την ανάπτυξή τους με σταθερή οικονομική βάση και στρατηγικές επενδύσεων. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες (η Alpha Bank, η Eurobank, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και η Πειραιώς), παρουσίασαν συνολικό καθαρό κέρδος 4,3 δισεκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2024, σημειώνοντας αύξηση 18% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Αυτή η αύξηση οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως:
- Αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII)
- Αύξηση των καθαρών τελών και άλλων εσόδων
- Στρατηγική αποτελεσματικότητα στην έλεγχο των λειτουργικών εξόδων και στη μείωση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια (LLPs)
Η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank είχε επίσης θετική επίδραση στα αποτελέσματα. Το μέσο ποσοστό απόδοσης επί του μετοχικού κεφαλαίου (ROE) ήταν 13%, σημειώνοντας άνοδο από 12% το 2023.
Τα κέρδη ενισχύθηκαν από την αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) και των καθαρών τελών, ενώ η αποτελεσματικότητα των λειτουργικών δαπανών και η μείωση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια (LLP) συνέβαλαν σημαντικά. Η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank είχε θετική επίδραση.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους παραμένουν ανθεκτικά, κυρίως λόγω της αύξησης των επιχειρηματικών δανείων, παρά τις χαμηλότερες επιτόκιες. Τα καθαρά τέλη αυξήθηκαν κατά 17% το 2024, με την παράλληλη ενίσχυση των εσόδων από παραδοσιακές τραπεζικές υπηρεσίες, επενδύσεις, διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και υπηρεσίες ασφαλιστικής κάλυψης. Η αύξηση των λειτουργικών δαπανών ήταν 9% λόγω της εξαγοράς της Ελληνικής Τράπεζας και της αυξημένης ψηφιοποίησης των υπηρεσιών.
Η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων βελτιώθηκε το 2024, καθώς μειώθηκαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPE), και τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια συνέχισαν να αναπτύσσονται. Οι τράπεζες είδαν μείωση της αναλογίας του κόστους κινδύνου (COR), το οποίο έπεσε στο 0,69% το 2024, λόγω της βελτίωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων και της αύξησης των χορηγήσεων.
Η χρηματοδότηση και η ρευστότητα παραμένουν ισχυρές, με τις καταθέσεις πελατών να αντιπροσωπεύουν περίπου το 89% της χρηματοδότησης. Η εξάρτηση από τις κεντρικές τράπεζες μειώθηκε, ενώ η ποιότητα του κεφαλαίου βελτιώθηκε, με το κεφάλαιο CET1 να φτάνει το 16,2%. Παρά την επιστροφή μέρους των υπερβολικών κεφαλαίων στους μετόχους μέσω μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών, οι ελληνικές τράπεζες φαίνεται να εξετάζουν άλλες επιλογές για τη διάθεση κεφαλαίων, όπως οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές.
Συνολικά, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες δείχνουν να ενισχύουν τα πιστωτικά τους προφίλ και να αποκτούν περισσότερη στρατηγική ευελιξία, παρά τις προκλήσεις του διεθνούς εμπορίου και των γεωπολιτικών εντάσεων.