Σε περίοδο πολιτικής έντασης μετά την κοινωνική έξαρση για τα Τέμπη εισέρχεται η Ελλάδα με το πολιτικό ρίσκο να κλιμακώνεται, χωρίς όμως να υπάρχει άμεσος κίνδυνος αποσταθεροποίησης, κυρίως στο φόβο ότι η ένταση μπορεί να αναγκάσει τις ελίτ να επανεξετάσουν τη στάση τους απέναντι στην κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά.
Στη Βουλή στρέφεται το πολιτικό ενδιαφέρον τις επόμενες ημέρες, δύο χρόνια μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.
Σήμερα, Τρίτη, θα συζητηθεί η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής της Βουλής για ενδεχόμενα αδικήματα του τότε υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ, Χρήστου Τριαντόπουλου.
Αύριο, Τετάρτη, θα διεξαχθεί η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών που ζήτησαν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, «με αντικείμενο το έγκλημα των Τεμπών». Παράλληλα, την Τετάρτη έχει εξαγγείλει ότι θα καταθέσει και πρόταση δυσπιστίας ο Νίκος Ανδρουλάκης, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να μπει σε ρόλο απολογούμενου για τέσσερις ακόμη ημέρες από την Πέμπτη ή την Παρασκευή και δίνοντας ενδεχομένως έναυσμα για νέες κοινωνικές συσπειρώσεις.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο κίνδυνος δεν έγκειται στις κοινοβουλευτικές ισορροπίες. Εκεί, η κομματικές γραμμές θα σφίξουν και ο ίδιος θα φανεί να ελέγχει τη ΝΔ, ενώ θα του δοθεί η δυνατότητα να επιδείξει το ηγετικό του προφίλ. Ο πραγματικός κίνδυνος όμως είναι η φθορά της ΝΔ να εμπεδωθεί, οι κοινωνία να δείξει απρόθυμη να επιστρέψει, υπό τους υφιστάμενους όρους και η αντιπολίτευση να δείξει ότι μπορεί να κεφαλαιοποιήσει έστω τμήματα αυτής της ρήξης.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι ελίτ της χώρας θα αναγκαστούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο πρώιμης ωρίμανσης σεναρίων που θα διευκολύνουν τη μετάβαση στην επόμενη ημέρα περιορίζοντας τις αναταράξεις και δημιουργώντας αίσθηση ασφάλειας και συνέχειας. Ήδη, ψήγματα μιας τέτοιας μεταστροφής καταγράφονται στην ελίτ των αποδήμων, η οποία δεν θεωρείται κρίσιμη μεν, έχει αποδειχθεί όμως καταλυτική σε αρκετές περιστάσεις. Εκεί, ο ελληνοαμερικάνος δισεκατομμυριούχος Τζον Κατσιματίδης έστειλε ανοιχτή επιστολή για τις πρακτικές παράκαμψης του Αρχιεπίσκοπου Ελπιδοφόρου από την ελληνική κυβέρνηση, με αφορμή την απόφαση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη να μη συναντηθεί με τον επικεφαλής της Χριστιανικής Εκκλησίας στην Αμερική κατά την επίσκεψή του στην οποία συναντήθηκε με τον Αμερικανό ομόλογό του Μάρκο Ρούμπιο.
Όπως έχει επισημάνει το Crisis Monitor η σύγκρουση Μητσοτάκη – Ελπιδοφόρου περιορίζει δραστικά τα ερείσματα στον στενό κύκλο του Ντόναλντ Τραμπ, αποδυναμώνοντας το ήδη προβληματικό αποτύπωμα της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον και αφήνοντας την υπόθεση Μενέντεζ να κυριαρχήσει ως εθνικό… ποινικό μητρώο.
Αν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δείξει ότι δεν είναι παρορμητικός και δεν αντιδρά υπό πίεση, εν τούτοις εσχάτως το μπαράζ των αντιφατικών συνεντεύξεων και παρεμβάσεων του, καταδεικνύουν ότι οι σχεδιασμοί του Μαξίμου δεν αποδίδουν και ότι ο ίδιος αναζητά διεξόδους καταναλώνοντας πολιτικό κεφάλαιο που δεν περισσεύει.
Υπ’ αυτό το πρίσμα το ενδεχόμενο σπασμωδικών κινήσεων, όπως ένας ανασχηματισμός, ή η προσπάθεια αντεπίθεσης για τα Τέμπη, θα μπορούσαν να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερες αναταράξεις εξαναγκάζοντας την επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων.
Πρόταση Μομφής
Ο κ. Ανδρουλάκης είχε καλέσει «όλα τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης να στηρίξουν» την πρωτοβουλία του, καθώς για την κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας χρειάζονται 50 υπογραφές, ενώ το ΠΑΣΟΚ διαθέτει 32 βουλευτές.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 86), προκειμένου να συγκροτηθεί κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (Προανακριτική) απαιτείται απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, διαφορετικά η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Εφόσον συγκροτηθεί η επιτροπή αυτή, το πόρισμά της εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Η διαδικασία
Για την πρόταση δυσπιστίας, το Σύνταγμα (άρθρο 84) προβλέπει ότι η συζήτηση αρχίζει δύο ημέρες μετά την υποβολή της, εκτός αν η κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως, ενώ (η συζήτηση) δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της.
Η ψηφοφορία για την πρόταση δυσπιστίας διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για 48 ώρες αν το ζητήσει η κυβέρνηση. Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Σήμερα η συζήτηση για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής θα διεξαχθεί με τη διαδικασία της γενικευμένης συζήτησης επερώτησης και θα οργανωθεί σε τρεις κύκλους ομιλητών. Στον πρώτο κύκλο των «κατά προτεραιότητα ομιλητών» θα προηγηθεί βουλευτής του κόμματος που κατέθεσε την πρόταση, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ, και θα ακολουθήσουν βουλευτές κατ’ αναλογία της δύναμης των κομμάτων.
Ξεκινά η συζήτηση για προανακριτική
Στη συζήτηση αναμένεται να μετάσχουν οι πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων, υπουργοί και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι των κομμάτων.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, επιτρέπεται η εμφάνιση ενώπιον του Σώματος του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση, δηλαδή του τότε υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ, Χρ. Τριαντόπουλου, προκειμένου να ακούσει τις απόψεις του, αλλιώς, έχει δικαίωμα να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα.
Μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης, που αναμένεται να διαρκέσει 10 με 12 ώρες, η Ολομέλεια της Βουλής θα αποφασίσει με μυστική ψηφοφορία για τη συγκρότηση ή μη της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, άλλως η πρόταση απορρίπτεται.
Προ 16μήνου είχαν κατατεθεί στη Βουλή, και συζητηθεί (24/22/2023) από κοινού στην Ολομέλεια του Σώματος, δύο προτάσεις για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής σχετικά με την υπόθεση της εκτέλεσης της σύμβασης «717» για την «Ανάταξη και Αναβάθμιση του συστήματος Σηματοδότησης-Τηλεδιοίκησης και Αντικατάστασης 70 Αλλαγών Τροχιάς σε Εντοπισμένα Τμήματα του Αξονα Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Προμαχώνας (Α.Δ.717/2014)» που κατέθεσαν το ΠΑΣΟΚ (κατά των πρώην υπουργών Χρήστου Σπίρτζη και Κώστα Καραμανλή) και ο ΣΥΡΙΖΑ (κατά των πρώην υπουργών Κώστα Καραμανλή, Κωστή Χατζηδάκη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και Χρήστου Σπίρτζη). Οι δύο αυτές προτάσεις είχαν απορριφθεί από την Ολομέλεια της Βουλής.