Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ σχεδιάζει αυστηρότερους περιορισμούς στις εξαγωγές ημιαγωγών προς την Κίνα, επεκτείνοντας τις πολιτικές που εισήγαγε ο Τζο Μπάιντεν. Παράλληλα, πιέζει συμμάχους, όπως η Ιαπωνία και η Ολλανδία να εναρμονίσουν τις κινήσεις τους με αυτές των ΗΠΑ.
Πρόσφατες συναντήσεις μεταξύ Αμερικανών, Ιαπώνων και Ολλανδών αξιωματούχων επικεντρώθηκαν στη μείωση της τεχνικής υποστήριξης εταιρειών όπως η Tokyo Electron και η ASML Holding NV στην Κίνα. Ο στόχος είναι να αντιστοιχιστούν οι διεθνείς περιορισμοί με αυτούς που ισχύουν ήδη για αμερικανικές εταιρείες όπως η Lam Research και η KLA Corp. Παράλληλα, η Ουάσινγκτον εξετάζει την αυστηροποίηση των κυρώσεων σε κινεζικές εταιρείες και νέους περιορισμούς στις εξαγωγές προηγμένων τσιπ τεχνητής νοημοσύνης από την Nvidia.
Η στρατηγική των ΗΠΑ αποσκοπεί στον περιορισμό της τεχνολογικής αυτονομίας της Κίνας, ιδίως σε τομείς που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη και την άμυνα. Οι περιορισμοί αυτοί θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη βιομηχανική ανάπτυξη της Κίνας, αλλά ενδέχεται επίσης να επιταχύνουν τις προσπάθειες του Πεκίνου να ενισχύσει τη δική του εφοδιαστική αλυσίδα ημιαγωγών. Η Κίνα έχει ήδη αυξήσει τις επενδύσεις στην εγχώρια παραγωγή τσιπ, ενώ η Huawei και η Semiconductor Manufacturing International Corp. (SMIC) επιδιώκουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από αμερικανική τεχνολογία.
Η επίδραση στην παγκόσμια αγορά τσιπ θα μπορούσε να είναι σημαντική. Η μετοχή της Tokyo Electron σημείωσε πτώση 4,4% μετά τη δημοσιοποίηση των συζητήσεων, ενώ οι μετοχές της SMIC ανέκαμψαν λόγω προσδοκιών για κρατική στήριξη. Αν οι ΗΠΑ επιβάλουν αυστηρότερα μέτρα, οι κατασκευαστές ημιαγωγών θα χρειαστεί να προσαρμόσουν τις στρατηγικές παραγωγής και εμπορίου, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει την καινοτομία και το κόστος παραγωγής παγκοσμίως.
Τι μπορεί να κάνει η Κίνα
Η αυξανόμενη ένταση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας στον τομέα των ημιαγωγών ενέχει σημαντικούς κινδύνους για την παγκόσμια τεχνολογική βιομηχανία. Πρώτον, η Κίνα μπορεί να στραφεί σε εναλλακτικές αγορές και να επιταχύνει την ανάπτυξη εγχώριων τεχνολογιών, μειώνοντας την εξάρτησή της από δυτικές εταιρείες. Δεύτερον, οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού ενδέχεται να διαταραχθούν, οδηγώντας σε υψηλότερο κόστος παραγωγής για εταιρείες που βασίζονται σε κινεζικά εργοστάσια.
Επιπλέον, οι αυστηρότεροι περιορισμοί ενδέχεται να οδηγήσουν σε τεχνολογικό κατακερματισμό, όπου οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα χρησιμοποιούν διαφορετικά πρότυπα και τεχνολογίες από την Κίνα. Αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει την καινοτομία και να αυξήσει το κόστος ανάπτυξης νέων τεχνολογιών.
Παράλληλα, η Κίνα μπορεί να ενισχύσει τη συνεργασία της με χώρες που δεν ακολουθούν την αμερικανική γραμμή, όπως η Ρωσία και ορισμένα κράτη της Μέσης Ανατολής, δημιουργώντας νέες τεχνολογικές συμμαχίες. Το αν οι νέοι περιορισμοί θα πλήξουν την κινεζική βιομηχανία ή θα την οδηγήσουν σε τεχνολογική αυτονομία, μένει να φανεί.