Ακόμα πιο αισιόδοξη για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών εμφανίζεται η Goldman Sachs, καθώς εκτός την αναβάθμιση των τιμών-στόχων, παράλληλα παραθέτει και προβλέψεις για ανθεκτικότητα στα κέρδη και υψηλά επίπεδα διανομής κερδών.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Goldman Sachs Alpha Bank και Eurobank να είναι πιο ανθεκτικές στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (NIM), ενώ η Εθνική θα είναι η πρώτη τράπεζα που θα φτάσει να διανείμει το 70% των κερδών της.
Ο οίκος προβλέπει rerating λόγω της αύξησης του ποσοστού αποπληρωμής μερισμάτων και μείωσης του αναβαλλόμενου φόρου.
Κερδισμένη της επικαιροποίησης της έκθεσης της Goldman Sachs είναι η Alpha Bank, την οποία αναβαθμίζει σε “Buy” με στόχο τα 2,4 ευρώ. Από την άλλη πλευρά, οι αναλυτές του οίκου θωρούν ότι η Eurobank έχει πιάσει ταβάνι, κατεβάζοντας τη σύσταση σε “neutral” αν και αύξησαν επίσης την τιμή στόχο… αλλά λιγότερο. Σύμφωνα με την ανάλυση η Eurobank διαπραγματεύεται ήδη μια φορά σε όρους δείκτη P/TBV το 2024, η πιο υψηλή μεταξύ των ελληνικών τραπεζών.
Οι νέες τιμές στόχοι για τις ελληνικές τράπεζες είναι
- για την Αlpha Bank τα 2,40 ευρώ από 1,9 ευρώ,
- για τη Eurobank τα 2,8 ευρώ από 2,5 ευρώ,
- για την Εθνική Τράπεζα τα 10,7 ευρώ από 10,6 ευρώ και
- για την Τράπεζα Πειραιώς τα 5,7 ευρώ από 5,4 ευρώ.
Η Goldman Sachs διατηρεί τη θετική και εποικοδομητική στάση της για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα και συνεχίζει να αναμένει ότι η έκπτωση των ελληνικών μετοχών σε σχέση με τις ευρωπαϊκές ομοειδείς τράπεζες θα μειωθεί σταδιακά κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους. Η αύξηση των μερισματικών πληρωμών των ελληνικών τραπεζών και η σταδιακή μείωση των υπολοίπων αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) θα είναι μεταξύ των βασικών παραγόντων που θα οδηγήσουν σε περαιτέρω re-rating.
Οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών σημειώνουν άνοδο 24% τους τελευταίους δύο μήνες και υπεραποδίδουν 12% έναντι του ευρωπαϊκού δείκτη τραπεζών (SX7P). Οι μετοχές τους είναι διαπραγματεύσιμες με μέσο δείκτη P/TBV για τα έτη 2025 και 2026 σε 0,83 φορές και 0,73 φορές. Η σχετική υπεραπόδοση των ελληνικών τραπεζών έναντι των ομοειδών τους στην ΕΕ οφείλεται σε κάποιο βαθμό από τις υψηλότερες προσδοκίες για τα επιτόκια (π.χ. τα 10ετή spread των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών αυξήθηκαν 40 μ.β./30 μ.β. κατά την ίδια περίοδο), με τα επιτοκιακά περιθώρια NIM των ελληνικών τραπεζών να είναι πιο ευαίσθητα σε αλλαγές των επιτοκίων σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες της ΕΕ.
Ο οίκος αναμένει για φέτος ότι τα θέματα που θα διαμορφώσουν τον ελληνικό τραπεζικό τομέα είναι η επίδραση από τη μείωση των επιτοκίων στα NIM και τους δείκτες ROE των τραπεζών, η επιτάχυνση της αύξησης των χορηγήσεων, ιδίως των επιχειρηματικών δανείων και τέλος οι επιλογές που θα γίνουν στην κατανομής κεφαλαίου και τις μερισματικές απολαβές των μετόχων.
Tα βασικά στοιχεία:
1. Ο κύκλος μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ: Οι οικονομολόγοι της τράπεζας αναμένουν ότι το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα μειωθεί σε 1,75% τον Δεκέμβριο φέτος με 50 μ.β./50 μ.β./25 μ.β. μειώσεις στο α’, β’ και γ’ τρίμηνο και ότι το επιτόκιο πολιτικής θα παραμείνει σταθερό την περίοδο 2026-2027 στη συνέχεια. Οι τελευταίοι δημοσιοποιημένοι αριθμοί ευαισθησίας του NII για μια μείωση των επιτοκίων κατά 25 μ.β. από τις ελληνικές τράπεζες είναι οι εξής: EUR42-45 εκατ. ευρώ/ 35 εκατ. ευρώ/ 20-25 εκατ. ευρώ/ 12 εκατ. ευρώ για Eurobank/ΕΤΕ/Πειραιώς/Αlpha Bank που συνεπάγεται μεταβολή του NIM κατά 5 μ.β./5 μ.β./3 μ.β./2 μ.β. (ως % του ενεργητικού του ομίλου). Χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτούς τους αριθμούς ευαισθησίας, θα περιμέναμε οποιαδήποτε μείωση του μεριδίου των προθεσμιακών καταθέσεων να μειώσει περαιτέρω τις ευαισθησίες.
Οι Alpha/Eurobank είναι σε καλύτερη θέση για να επωφεληθούν, κατά την άποψή μας, δεδομένης της μεγαλύτερης έκθεσής τους σε ακριβότερες προθεσμιακές καταθέσεις έναντι της Πειραιώς/ΕΤΕ. Αναμένουμε περίπου 14μ.β./21 μ.β./54 μ.β/47 μ.β. συμπίεση του NIM για τις Alpha/Eurobank/ΕΤΕ/Πειραιώς κατά την περίοδο 2024-2026. Με αυτό, αναμένουμε επίσης οι δείκτες ROE των ελληνικών τραπεζών να μειωθούν.
2. Επιτάχυνση της αύξησης των δανείων: Βλέπουμε περιθώριο για αναβαθμίσεις των κατευθυντήριων οδηγιών για τον όγκο των δανείων: Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 8% περίπου σε ετήσια βάση κατά το εννεάμηνο πέρυσι, η οποία ήταν πάνω από το καθοδηγούμενο εύρος 5-7% από τις ελληνικές τράπεζες στις αρχές του έτους 2024.
Η πλειονότητα των νέων όγκων προήλθε από τις εταιρικές χορηγήσεις και αναμένουμε ότι η σταθερή αύξηση των επιχειρηματικών δανείων θα συνεχιστεί το 2025-2027. Εμείς διαμορφώνουμε περίπου 10% ετήσια αύξηση των εταιρικών δανείων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που μεταφράζεται σε περίπου 7% μέση ετήσια αύξηση του συνόλου των εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτό μας τοποθετεί πάνω από τις προσδοκίες του consensus για 5,5% μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης στα εξυπηρετούμενα δάνεια την περίοδο 2025-2027. Βλέπουμε περιθώριο για αναβαθμίσεις τόσο των προβλέψεων όσο και του consensus.
3. Περιθώριο για αναθεώρηση προς τα κάτω των κατευθυντήριων γραμμών των ελληνικών τραπεζών για το κόστος κινδύνου: Αναθεωρούμε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις μας για τις προβλέψεις των ελληνικών τραπεζών κατά περίπου 20% το 2025-2028 και διαμορφώνουμε πλέον το κόστος κινδύνου στις 50 μ.β./40 μ.β. για τα έτη2025 και 2026-2028. Σημειώνουμε ότι οι τράπεζες συνέχισαν να επιδεικνύουν σημαντική πρόοδο στην απομόχλευση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο. Αναμένουμε ότι ο δείκτης NPE τους θα φτάσει το 3,6%/2,7%/2,4% το 2024-2026 με αντίστοιχους δείκτες κάλυψης NPE στο 89%/103%/116%/131% το 2025-2028.
Σε αυτά τα επίπεδα, οι δείκτες NPE και κάλυψης προβάλλονται πολύ κοντά στο μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών και βλέπουμε περιθώριο για το κόστος καθοδήγησής τους για τον κίνδυνο να συγκλίνουν προς τις 40 μ.β. όπου βρίσκονται και οι ευρωπαϊκές τράπεζες της ΕΕ. Με αυτό, βλέπουμε περιθώριο για την προς τα κάτω αναθεώρηση της μεσοπρόθεσμης καθοδήγησης για το CoR που περιέγραψαν οι ελληνικές τράπεζες στις περσινές ετήσιες παρουσιάσεις τους και ο οποίος κατά μέσο όρο ήταν 60 μ.β. εκείνη την περίοδο.
4. Προτεραιότητες στις κατανομές κεφαλαίου: Σταθερή δημιουργία κεφαλαίων (διαμορφώνουμε περίπου 13% δείκτη ROTE σε 2025-2026) και ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας (μέσος δείκτης CET1 στο 17,3%/17,4% τα έτη 2025-2026) που θα πρέπει να επιτρέψουν στις ελληνικές τράπεζες μεγαλύτερη ευελιξία στην κατανομή των κεφαλαίων τους.
Ο οίκος προβλέπει ότι η ΕΤΕ θα είναι ο υψηλότερος μερισματικός πάροχος (υποδεικνύουμε 50%/60%/70% πληρωμή το 2024/2025/2026, καθώς η ΕΤΕ έχει τον υψηλότερο δείκτη CET1 στο 19-19,5% το 2024-2026), με την τράπεζα να έχει προηγουμένως τονίσει την οργανική ανάπτυξη και τα μερίσματα ως τους κύριους τομείς για την κατανομή του κεφαλαίου.
Σύμφωνα με την ανάλυση η Eurobank θα χρησιμοποιήσει κεφάλαια τόσο για οργανική, όσο και για ανόργανες ευκαιρίες ανάπτυξης (με ιδιαίτερες ευκαιρίες εξαγορών και συγχωνεύσεων στον τραπεζικό, ασφαλιστικό τομέα και τις επιχειρήσεις διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τη διοίκηση) και διαμορφώνουμε ένα μοντέλο 50% στη διανομή μερίσματος για τη Eurobank τα έτη 2024-2026.
Η Goldman Sach διαμορφώνει δείκτες διανομής 35%/50%/50%/50% για την Πειραιώς τα έτη 2024-2026. Η διοίκηση έχει προηγουμένως αναφέρει ότι το πλεονάζον κεφάλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αυξητικές ευκαιρίες ανάπτυξης (σημειώνουμε το σχέδιο της εταιρείας να ξεκινήσει την ψηφιακή τράπεζα Snappi το 2025 και τις συζητήσεις για την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής), υψηλότερη διανομή μερίσματος ή επιπλέον δημιουργία CET1.
Τέλος, μοντελοποιεί τον δείκτη πληρωμών για την Alpha Bank με 35%/50%/50%/50% για τα έτη 2024-2026, με οργανική αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων και ευκαιρίες ανόργανης ανάπτυξης.