Η ευρωπαϊκή άμυνα παραμένει ζητούμενο, εν μέσω επικαλυπτόμενων διεθνούς βεληνεκούς κρίσεων ασφαλείας σε όλα τα εξωτερικά της σύνορα, καθώς σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο η δυνατότητα μεταφοράς στρατού παραμένει εξαιρετικά προβληματική.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να κινητοποιήσει στην επικράτειά της τις αμυντικές δυνάμεις που ήδη διαθέτει, εάν αυτό κριθεί αυτό απαραίτητο, σύμφωνα με το πόρισμα του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού συνεδρίου.
Η έκθεση-κόλαφος από το ECA, το οποίο παρακολουθεί τα οικονομικά της ΕΕ και μπορεί να επηρεάσει τη χάραξη πολιτικής, έρχεται σχεδόν τρία χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η ικανότητα γρήγορης ανάπτυξης στρατιωτικού εξοπλισμού όπου χρειάζεται περισσότερο με μέσω αέρος ή η μετακίνηση μέσα από δρόμους και γέφυρες θα ήταν το κλειδί σε οποιαδήποτε απάντηση απέναντι σε μια πιθανή σύγκρουση.
Τη στιγμή που ο Πούτιν εξαϋλώνει την Ουκρανία, ο Τραμπ αποσαθρώνει το NATO και απειλεί ακόμη και το Βέλγιο, η Ευρώπη δεν έχει δημιουργήσει όχι ευρωστρατό, αλλά ούτε υποδομές, δίκτυα και διαδικασίες για την έγκαιρη μεταφορά των εθνικών δυνάμεων για την υπεράσπιση κοινού εδάφους.
Για πρώτη φορά, ο προϋπολογισμός του μπλοκ περιλαμβάνει τώρα χρηματοδότηση για υποδομές μεταφορών τόσο για στρατιωτική όσο και για πολιτική χρήση. Ο τρέχων προϋπολογισμός 2021-2027 προέβλεπε συνολικά 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ για αυτόν τον σκοπό. Ωστόσο, αυτό το ποσό είχε δαπανηθεί μέχρι το τέλος του 2023, και πλέον δεν υπάρχουν επιπλέον κονδύλια μέχρι τον επόμενο προϋπολογισμό το 2028, σύμφωνα με την έκθεση.
Τα διαθέσιμα χρήματα ήταν επίσης ανεπαρκή και δαπανήθηκαν «σε αποσπασματική βάση, όχι πάντα στις πιο στρατηγικές τοποθεσίες, και χωρίς να ληφθεί υπόψη η ευρύτερη εικόνα», ανέφερε το ECA.
Επιλέχθηκαν συγκεκριμένα έργα στρατιωτικής κινητικότητας προς χρηματοδότηση πριν καθοριστούν οι πιο επείγουσες προτεραιότητες, σύμφωνα με την έκθεση. Επισημαίνει ότι οι πόροι κατευθύνθηκαν κυρίως στις ανατολικές χώρες του μπλοκ.
Τα στοιχεία του πορίσματος αποτελούν γροθιά στο στομάχι για το πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό της Ευρώπης, που αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων, καθώς δεν έχουν επιτύχει να βρουν κοινό έδαφος και να υλοποιήσουν κοινές δράσεις για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της Ευρώπης.
Η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενισχύσει την στρατιωτική της κινητικότητα και να ανταποκριθεί έγκαιρα στις σύγχρονες προκλήσεις ασφάλειας αναδεικνύει τις δομικές δυσκαμψίες της ως γεωπολιτικού παίκτη. Παρά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις αυξανόμενες απειλές στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η στρατηγική της αδράνεια υπονομεύει την αποτελεσματικότητά της, με σοβαρές συνέπειες στην ισορροπία ισχύος τόσο έναντι της Ρωσίας όσο και απέναντι σε έναν πιθανό νέο πρόεδρο Τραμπ, που ενδέχεται να μειώσει τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Η Γεωπολιτική παθητικότητα της ΕΕ
Η πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ECA) καταδεικνύει ότι η ΕΕ αδυνατεί να εξασφαλίσει τη γρήγορη και απρόσκοπτη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων και εξοπλισμού εντός της ηπείρου. Παρά τις διακηρύξεις περί ενίσχυσης της άμυνας μετά το 2022, η έλλειψη κοινής στρατηγικής, οι γραφειοκρατικές καθυστερήσεις και η ανεπαρκής χρηματοδότηση των υποδομών έχουν καθηλώσει την ικανότητα στρατιωτικής αντίδρασης.
Αυτό δίνει στη Ρωσία κρίσιμο γεωπολιτικό πλεονέκτημα. Οποιαδήποτε νέα επιθετική κίνηση από τη Μόσχα θα εκμεταλλευτεί την ασυντόνιστη και αργοκίνητη απάντηση της ΕΕ. Η Ρωσία έχει ήδη προσαρμόσει τη στρατηγική της στις αδυναμίες του ευρωπαϊκού μπλοκ, ενισχύοντας την αποτρεπτική της ικανότητα στα σύνορα της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης.
Το Trump-Effect και η υποβάθμιση του ΝΑΤΟ
Η πιθανή επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ προσθέτει νέα αβεβαιότητα για την ευρωπαϊκή άμυνα. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι θεωρεί το ΝΑΤΟ «παρωχημένο» και έχει απειλήσει να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμμαχία ή να περιορίσει δραστικά τη συνεισφορά τους.
Η αδυναμία της ΕΕ να βελτιώσει τη στρατιωτική της κινητικότητα καθιστά την Ευρώπη ακόμα πιο εξαρτημένη από τις ΗΠΑ. Εάν ο Τραμπ υλοποιήσει τις απειλές του, τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα βρεθούν σε μια ιδιαίτερα επισφαλή κατάσταση, χωρίς επαρκή μέσα για την άμεση αντίδραση σε μια κρίση. Η καθυστέρηση στη χρηματοδότηση στρατιωτικών υποδομών και η έλλειψη κοινής διοίκησης δείχνουν ότι η ΕΕ δεν είναι έτοιμη να καλύψει το πιθανό κενό που θα αφήσουν οι ΗΠΑ.
Οι νέες ισορροπίες και ο κίνδυνος περιθωριοποίησης της ΕΕ
Σε ένα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο, όπου η Κίνα, η Ρωσία και περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία αυξάνουν την επιρροή τους, η αδυναμία της ΕΕ να αναπτύξει σκληρή ισχύ την τοποθετεί σε μειονεκτική θέση. Η πολιτική της οικονομικών κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς αποτρεπτική, ενώ η στρατιωτική της αδράνεια δημιουργεί ένα κενό ισχύος που μπορούν να εκμεταλλευτούν ανταγωνιστικές δυνάμεις.
Η στρατηγική εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, η αποτυχία στη στρατιωτική κινητικότητα και η γραφειοκρατική ακαμψία την καθιστούν ανίκανη να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σύστημα. Εάν δεν υπάρξουν άμεσες και ριζικές αλλαγές, η ΕΕ κινδυνεύει να καταστεί δευτερεύων παράγοντας σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου η στρατιωτική ισχύς εξακολουθεί να είναι ο καθοριστικός παράγοντας επιρροής.
Η επόμενη μέρα
Το ΕΕΣ επέκρινε επίσης την υπερβολική γραφειοκρατία με τη μορφή μακρών καθυστερήσεων έγκρισης για τη μετακίνηση εξοπλισμού και την έλλειψη σαφούς αλυσίδας διοίκησης για τη στρατιωτική κινητικότητα στην ΕΕ.
Από την πλήρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, τα μέλη της ΕΕ έχουν δωρίσει μεγάλες ποσότητες στρατιωτικού εξοπλισμού στο Κίεβο. Η ΕΕ αναζητά τώρα τρόπους να χρηματοδοτήσει την ενίσχυση της άμυνας πριν από τον επόμενο προϋπολογισμό.
Έχει δημιουργήσει έναν νέο ρόλο επιτρόπου υπεύθυνου για την άμυνα. Ο Άντριους Κουμπίλιους, μαζί με την νέα επικεφαλής της διπλωματίας Κάγια Κάλλας, πρέπει να παρουσιάσουν μια νέα στρατηγική για την ευρωπαϊκή άμυνα τον Μάρτιο.
Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είπε ότι οι συστάσεις θα ληφθούν υπόψη, αλλά και υπερασπίστηκε τις ενέργειές της μετά την έναρξη του πολέμου, λέγοντας ότι «απάντησε γρήγορα επιταχύνοντας και αντιδρώντας εμπροσθοβαρώς».
Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη διενεργούν αξιολόγηση των επενδυτικών αναγκών για μελλοντική χρηματοδότηση, πρόσθεσε ο εκπρόσωπος.