Δεκτές έγιναν οι αντιρρήσεις που υπέβαλε μέσω της συνηγόρου του ο ηθοποιός του Χόλιγουντ, Ρούντι Γιάνγκμπλαντ.
Έτσι, με απόφαση του διευθυντή της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής ο ηθοποιός θα αφεθεί ελεύθερος με προθεσμία για να αποχωρήσει από τη χώρα μόνος του.
Στο κείμενο που υπέβαλε η δικηγόρος του, ο ηθοποιός περιγράφει όσα υποστηρίζει ότι συνέβησαν από τα ξημερώματα της 27ης Δεκεμβρίου μέχρι σήμερα και ζητά να μην απελαθεί από τη χώρα γιατί θα είχε κόστος τόσο για τον ίδιο όσο και για την καριέρα του.
«Ήρθε στην Ελλάδα διότι αγαπάει πάρα πολύ τη χώρα μας και θέλοντας να κάνει μία ωραία παραγωγή και να προσφέρει μία ωραία ταινία. Χαίρεται ιδιαίτερα που αφέθηκε ελεύθερος καθώς δεν αποτελεί κίνδυνο για τη χώρα μας. Παρά την μικρή του περιπέτεια κρατάει μόνο πολύ θετικά συναισθήματα για τη χώρα μας και τις αρχές της και το αφήνει όλο αυτό πίσω του ως μία μικρή κακή ανάμνηση» δήλωσε η συνήγορός του, Γιουλίντα Ρετζεπάι, όπως αναμεταδίδει η «Καθημερινή».
Μια απέλαση χωρίς τη δυνατότητα οικειοθελούς αναχώρησης συνεπάγεται την επιβολή απαγόρευσης εισόδου στις χώρες της Συνθήκης Σένγκεν για διάστημα 5 ετών, γεγονός που ο ίδιος φέρεται να χαρακτηρίζει «καταστροφικό για την καριέρα του».
Μάλιστα, φέρεται να εξηγεί πώς μια τέτοια απαγόρευση θα πλήξει σοβαρά τη φήμη του, τις επαγγελματικές συνεργασίες του και θα δημιουργήσει εμπόδια στην άσκηση του επαγγέλματός του στην Ευρώπη.
Το ιστορικό της σύλληψης
Ο ηθοποιός υποστηρίζει πως συνελήφθη την 27η Δεκεμβρίου 2024 τα ξημερώματα στην Κυψέλη από αστυνομικούς που διενεργούσαν περιπολία στην περιοχή και επιμένει ότι ουδέποτε επιτέθηκε ή επέδειξε απείθεια προς τους αστυνομικούς.
«Εμφανίστηκαν κάποιοι άνδρες, ντυμένοι στα μαύρα και μου μιλούσαν στην ελληνική γλώσσα, χωρίς να μου εξηγήσουν ότι είναι αστυνομικοί. Εγώ δεν αντιλήφθηκα ποιοι ήταν και τι ήθελαν από εμένα. Αυτοί οι άνδρες δεν μου έδειξαν αστυνομική ταυτότητα ή άλλο διακριτικό σήμα που να επιβεβαιώνει την ιδιότητά τους. Εάν το γνώριζα θα είχα συμμορφωθεί αμέσως στις εντολές τους, καθώς δεν είχα κάποιο λόγο για να φοβηθώ» φέρεται να υποστηρίζει ο 42χρονος σημειώνοντας πως ένιωσε ότι κινδυνεύει και για τον λόγο αυτό αντέδρασε.
Όπως φέρεται να περιγράφει, αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για αστυνομικούς μόλις του πέρασαν χειροπέδες, ενώ υπογραμμίζει πως δεν του ανακοινώθηκαν τα δικαιώματά του κατά τη στιγμή της σύλληψης.
Μετά τη σύλληψή του, οδηγήθηκε ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών αρχών, οι οποίες τον καταδίκασαν σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή. «Όταν βρέθηκα ενώπιον του δικαστηρίου δεν είχα πλήρη επίγνωση της διαδικασίας που βρισκόταν σε εξέλιξη. Ούτε βέβαια της ποινής που επιβλήθηκε και τι σημαίνει αυτό για μένα. Δεν κάλεσα ούτε δικηγόρο γιατί θεώρησα πως δεν κινδύνευα, αφού δεν είχα διαπράξει κάποιο αδίκημα» φέρεται να ισχυρίζεται ο ηθοποιός εγείροντας ζήτημα ως προς την τήρηση των δικονομικών εγγυήσεων, όπως προβλέπονται από την νομοθεσία.
Αν και σε πρώτη ανάγνωση ο Ρούντι Γιάνγκμπλαντ φαίνεται να υπέπεσε στο αδίκημα της απείθειας και της οπλοκατοχής, εν συνεχεία βρέθηκε με εκπρόθεσμη βίζα, κατά λιγότερο από ένα μήνα. Ο ηθοποιός για μια εβδομάδα ζει τη δική του καφκική περιπέτεια, καταλήγοντας από τα κρατητήρια και το αυτόφωρο στο κέντρο κράτησης της Αμυγδαλέζας με διαταγή απέλασης.
Ο 42χρονος επιμένει πως δεν έχει καταλάβει γιατί καταδικάστηκε και περιγράφει τον εαυτό του ως πρωταγωνιστή «σε ρόλο αθώου σε κακογραμμένο σενάριο».
Τα σκοτεινά σημεία της σύλληψης
Με τις αντιρρήσεις που υπέβαλε προκειμένου να μην απελαθεί σημειώνει πως στο διάστημα που βρίσκεται στη χώρα μας δεν έχει απασχολήσει τις Αρχές.
«Βρέθηκα στην Ελλάδα το Σεπτέμβριο για να συμμετέχω στη δημιουργία μιας ταινίας που αφορά την οργάνωση «17 Νοέμβρη».Το Νοέμβριο αντιμετώπισα ένα πρόβλημα υγείας και μεταφέρθηκα με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο «Γεώργιος Γεννηματάς». Ο γιατρός μου έδωσε αγωγή και μου είπε πως δεν μπορώ να φύγω ακόμα για την Αμερική γιατί έπρεπε να κάνω θεραπεία. Ετσι έμεινα στην Ελλάδα περισσότερο διάστημα από το αρχικό πλάνο και δεν αντιλήφθηκα τη λήξη της βίζας μου» φέρεται να αναφέρει ο 42χρονος.
Η υπόθεση, όπως έχει επισημάνει το crisismonitor.gr, δεν βγάζει νόημα, εκτός αν εξεταστεί υπό το πρίσμα της ταινίας για την οποία εργάζεται ο Ρούντι Γιάνγκμπλαντ, κι αυτή δεν είναι άλλη από την δημιουργία και τη δράση της 17ης Νοέμβρη, Πρόκειται για την τρομοκρατική οργάνωση της οποίας η δράση τα πρώτα χρόνια βρήκε απήχηση και στήριξη στο συλλογική υποσυνείδητο στην Ελλάδα, καθώς η Δικαιοσύνη αθώωσε, έριξε στα μαλακά το σύνολο σχεδόν των εμπλεκομένων στη Χούντα, ακόμα και τους βασανιστές.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η υπόθεση του Ρούντι Γιάνγκμπλαντ δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε αποσπασματική, αλλά φαίνεται ότι αποτελεί προϊόν των ίδιων κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, που δρουν σταθερά μέσα στα γρανάζια του πολιτικού συστήματος και των σωμάτων ασφαλείας.
Ο τυχαίος έλεγχος, η σύλληψη Αμερικανού για απείθεια όταν δεν του μιλούσαν τη γλώσσα του αλλά ελληνικά, αστυνομικοί με πολιτικά, η διαδικασία του αυτοφώρου, χωρίς παρέμβαση της Αμερικανικής Πρεσβείας και εν τέλει η μεταγωγή του στο κέντρο κράτησης της Αμυγδαλέζας αποτελούν πρακτικές βγαλμένες από playbook σκοτεινών εποχών της αστυνομίας και της Ελλάδας, όταν η Δημοκρατία είτε είχε καταλυθεί στην πράξη, είτε υφίστατο απλά κατ’ επίφαση.