Η στρατηγική της χώρας μας σε θέματα εθνικής ασφάλειας βρέθηκε στο επίκεντρο του συνεδρίου «Μεταπολίτευση 1974-2024: 50 Χρόνια Ελληνική Εξωτερική Πολιτική», που πραγματοποιήθηκε στις 12 και 13 Δεκεμβρίου.
Στη συζήτηση για την αποτίμηση της Πεντηκονταετίας για την Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας, πουν συντόνισε ο Αρχισυντάκτης και Υπεύθυνος Πολιτικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα “Τα Νέα”, κ. Διονύσης Νασόπουλος, συμμετείχαν ο κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων (2012-2014), Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής του «Ιδρύματος Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», η Γενική Διευθύντρια στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, Καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων, στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, κα. Κωνσταντίνα Μπότσιου, και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, Καθηγητής Στρατηγικής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, κ. Αθανάσιος Πλατιάς.
Ο κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος χαρακτήρισε «μεγάλο κεκτημένο» την αποκρυστάλλωση της γεωπολιτικής ταυτότητας της Ελλάδας και την αποσαφήνιση του πλέγματος συμμαχιών της χώρας. Όπως τόνισε, δεν πρόκειται μόνο για την ένταξη στην Ε.Ε., αλλά και για τον σαφή προσανατολισμό της χώρας «εις τη Δύσην».
Ο κ. Αρβανιτόπουλος υπογράμμισε ότι σε αυτά τα χρόνια κατέστη σαφές ότι η προεξάρχουσα απειλή για τη χώρα μας «έρχεται εξ ανατολών» και αυτό έφερε αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Αναφερόμενος στην προσέγγιση της επίκλησης των διεθνών κανόνων, που ακολούθησε η χώρα, επεσήμανε ότι: «Την εμπλουτίσαμε με εργαλεία αποτροπής γιατί ανακαλύψαμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν γείτονα που δεν σέβεται το διεθνές δίκαιο». Παράλληλα, χαρακτήρισε «αποτυχία την προσπάθεια εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας», γιατί τόσο η Τουρκία όσο και η Ε.Ε. αντιμετώπισαν, σύμφωνα με τον ίδιο, το θέμα με εργαλειακό τρόπο.
Σχετικά με τον ελληνοτουρκικό διάλογο, ο κ. Αρβανιτόπουλος εξέφρασε την άποψη ότι «το ζήτημα είναι αν συζητάς για κυριαρχικά δικαιώματα». «Προτιμώ την πολιτική της απραξίας από έναν περίπατο στο δάσος», σημείωσε, υπογραμμίζοντας ότι το μόνο θέμα προς συζήτηση είναι η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ.
Τέλος, εκτίμησε ότι με την άνοδο του κ. Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία όλες οι ισορροπίες αλλάζουν. «Είναι προφανές ότι και οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι δεν αποδίδουν πλέον σημασία στην Ευρώπη. Αυτό δεν σημαίνει κατά ανάγκη την αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. Οι δηλώσεις του Τραμπ για το ΝΑΤΟ το αποδυναμώνουν», υποστήριξε.
Από την πλευρά της, η κα. Κωνσταντίνα Μπότσιου, κάνοντας μια αποτίμηση της εξωτερικής πολιτικής στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, σημείωσε ότι η χώρα έχει στρατηγική στα βασικά θέματα, αλλά δεν υπήρχε στρατηγική στο 20% της εξωτερικής πολιτικής, όπως είναι τα θέματα της Βόρειας Μακεδονίας και των Βαλκανίων γιατί οι εξελίξεις μάς προσπέρασαν. «Χάσαμε πολύτιμο χρόνο και θα μπορούσαμε να έχουμε μεγαλύτερο ρόλο στα Βαλκάνια», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Η κυρία Μπότσιου χαρακτήρισε ως τις μεγαλύτερες εθνικές επιτυχίες την ένταξη της Ελλάδας και της Κύπρου στην ευρωπαϊκή κοινότητα. «Θα έλεγα ότι μας πάει σαν χώρα η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Δεν τα πάμε καλά στις καμπές. Τώρα ζούμε σε μια καμπή και υπάρχει η αγωνία να μην πέσουμε στις τεκτονικές πλάκες που κινούνται», δήλωσε, υπογραμμίζοντας ότι η εμπιστοσύνη στην Ε.Ε. οδηγεί πολλές φορές σε ψευδαισθήσεις. Παράλληλα, εξέφρασε την ανησυχία της για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Ο κ. Πλατιάς, κατά την ομιλία του, επεσήμανε τον ρόλο της ασφάλειας στις εξελίξεις. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «βρήκαμε το 1974 πως είμαστε και εξαρτημένοι και ανασφαλείς, οπότε ξεκίνησε μια πορεία αναζήτησης και ανεξαρτησίας». Η ασφάλεια βασίστηκε στο ότι αυξήθηκαν οι αμυντικές δαπάνες, κυρίως στην αεροπορία και το ναυτικό, είπε. Παράλληλα, «προσπαθήσαμε να χτίσουμε μια εσωτερική πολεμική βιομηχανία και αναζητήσαμε συμμαχίες στο εξωτερικό», ανέφερε.
Ο κ. Πλατιάς επίσης χαρακτήρισε την Ελλάδα κράτος status quo, υπογραμμίζοντας τη σημασία της οικονομικής ισχύος, μιας και χωρίς οικονομικούς πόρους δεν μπορεί μια χώρα να αγοράσει όπλα ούτε να έχει οικονομική διπλωματία. Συγκρίνοντας την Τουρκία με την Ελλάδα, υποστήριξε ότι η αναλογία στο δημογραφικό είναι ένα προς οκτώ και στην οικονομία με όρους τρεχουσών συναλλαγών ένα προς πέντε, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ισορροπία των δυνάμεων δεν είναι υπέρ μας. Τέλος, αναφερόμενος στις εξελίξεις στην τεχνολογία, επεσήμανε ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να χάσει αυτή την ‘’τέταρτη βιομηχανική επανάσταση’’, η βάση της οποίας είναι η τεχνητή νοημοσύνη.