Να αξιολογήσει την προοπτική ουσιώδους συμφωνίας στα ελληνοτουρκικά επιχειρεί με άρθρο του στην Καθημερινή ο Αλέξης Παπαχελάς, υπό το πρίσμα του πολιτικού ρεαλισμού και σταθμίζοντας το πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο διευθυντής της Καθημερινής προσπαθεί να κάνει reality check στις προοπτικές επίτευξης μιας ουσιώδους συμφωνίας με την Τουρκία, αφήνοντας όμως τελικά αναπάντητο το ερώτημα, αν και σκιαγραφεί το εξαιρετικά δύσκολο πολιτικά σημείο που βρίσκεται τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο Ταγίπ Ερντογάν.
Από την ανάλυση του Αλέξη Παπαχελά προκύπτει ότι το παράθυρο ευκαιρίας για συμφωνία με Ελλάδας – Τουρκίας είναι είτε πολύ μικρό, είτε έχει κλείσει, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει ιδιαίτερο πολιτικό κεφάλαιο πλέον και βρίσκεται προς το τέλος της θητείας του…
Αν και ο έμπειρος δημοσιογράφος και αναλυτές δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιστατικά, το άρθρο του ακολουθεί τις υψηλών τόνων διαβεβαιώσεις από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι θα δεν θα προκηρύξει πρόωρες εκλογές και ότι θα είναι εκ νέου υποψήφιος το 2027. Το Crisis Monitor είχε εγκαίρως επισημάνει ότι η αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας στο εσωτερικό αποτελούσε βασική προϋπόθεση ώστε εταίροι και συνομιλητές της κυβέρνησης εντός και κυρίως εκτός Ελλάδος να την πάρουν στα σοβαρά.
Το άρθρο το Αλέξη Παπαχελά
Πρωθυπουργικές προθέσεις στα ελληνοτουρκικά
Οι περισσότεροι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης ήθελαν να καταλήξουν σε μία συμφωνία με την Τουρκία. Σίγουρα το ήθελε πολύ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το προσπάθησε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο Νταβός, ήταν πάντοτε στο μυαλό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και το επεδίωξε συστηματικά ο Κώστας Σημίτης. Από την επόμενη γενιά ήταν κάτι που είχε στο μυαλό του ο Κώστας Καραμανλής, ενώ Παπανδρέου και Σαμαράς εγκλωβίστηκαν μονοθεματικά στον χειρισμό της οικονομικής κρίσης. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς το ήθελαν, αλλά προέταξαν τη συμφωνία των Πρεσπών, η οποία δεν τους άφησε ίχνος πολιτικού κεφαλαίου για το… Αιγαίο. Ο σημερινός πρωθυπουργός ήλθε στην εξουσία με ξεκάθαρο στόχο την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, θεωρώντας μάλιστα ότι θα μπορούσε να είναι σημαντικό κομμάτι της υστεροφημίας του.
Εχουν περάσει 51 χρόνια από τότε που γεννήθηκαν αυτά τα ζητήματα και κανείς δεν έχει καταφέρει να τα λύσει. Γιατί; Πρώτα απ’ όλα γιατί με το πέρασμα του χρόνου έχει αλλάξει η ατζέντα της διαπραγμάτευσης. Το μεγάλο «αγκάθι», για παράδειγμα, των γκρίζων ζωνών δεν είχε μπει ποτέ στο τραπέζι έως το 1996. Το έβαλε η Αγκυρα για πρώτη φορά μετά τα Ιμια. Η Τουρκία σκληραίνει τη στάση της και ανεβάζει τον πήχυ. Το διαπιστώνουν ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς, έμπειροι διπλωμάτες που είναι υπέρμαχοι της λύσης, αλλά βλέπουν ότι με δεδομένες τις τουρκικές διεκδικήσεις δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Ταυτόχρονα, όμως, έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα στην κοινή γνώμη που θα καθιστούσε ακόμη και μια έντιμη και λογική λύση, σαν αυτή που θα μπορούσε να έχει πετύχει ο Καραμανλής το 1976, πολιτικά τοξική. Στην εποχή, μάλιστα, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διεξαχθεί μια ψύχραιμη και σοβαρή συζήτηση για το τι συμφέρει και τι όχι τα εθνικά μας συμφέροντα. Εχουμε διαπιστώσει στο παρελθόν, στο Κυπριακό κυρίως αλλά και στο θέμα των Σκοπίων, πόσο αφόρητα δύσκολος γίνεται ο χειρισμός της εξωτερικής πολιτικής όταν σύρεται από πάθη και κραυγές.
Και βέβαια, η Ιστορία έχει δείξει ότι αν θέλει ένας πρωθυπουργός να καταλήξει σε μία συμφωνία με την Αγκυρα το κάνει στην αρχή της θητείας του, όταν η κλεψύδρα του πολύτιμου πολιτικού χρόνου έχει αρχίσει μόλις να αδειάζει. Παπανδρέου και Σημίτης το επιχείρησαν όταν η κλεψύδρα ήταν σχεδόν άδεια και δεν άντεχαν πολιτικά να πάνε στο επόμενο βήμα.
Κάπως έτσι φτάσαμε και στο σήμερα. Η σκλήρυνση της τουρκικής στάσης στα ζητήματα που αποτελούν ελληνικές κόκκινες γραμμές δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την επίλυσή τους. Κουβέντες και συναντήσεις θα γίνονται, τα γνωστά κλισέ του τύπου «δεν συζητάμε θέματα κυριαρχίας» θα επαναλαμβάνονται και θα ελπίζουμε όλοι να μην επιστρέψουμε στις εποχές της έντασης. Αλλωστε και οι δύο χρειαζόμαστε χρόνο. Η Τουρκία γιατί έχει άλλα μέτωπα και προτεραιότητες. Και εμείς για να ισοφαρίσουμε τα μεγάλα κενά που άφησε στη θωράκιση της χώρας η μεγάλη οικονομική κρίση.