Την ανοδική αναθεώρηση των τιμών στόχων για τις ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσε η Bank of America, ενώ προηγουμένως είχε δώσει σύσταση αγοράς για την Alpha Bank.
“Αγορά” για τρεις από τις τέσσερις συνολικά συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα συστήνει η Bank of America, ένδειξη των προοπτικών που έχει κλάδος, και της δυναμικής που δημιουργεί η αύξηση των κερδών προς διανομή.
Η Bank of America δίνει τιμές στόχους για:
- την Αlpha Bank τα 2,06 ευρώ,
- τη Eurobank τα 2,84 ευρώ από 2,76 ευρώ,
- την Τράπεζα Πειραιώς τα 5,32 ευρώ από 5,30 ευρώ με συστάσεις αγορά, ενώ
- την Εθνική Τράπεζα 8,44 ευρώ από 8,06 ευρώ πριν.
Για Alpha Bank, Eurobank και Πειραιώς η αμερικανική τράπεζα δίνει σύσταση αγορά και για την Εθνική Underperform.
Με δείκτες στις 5 φορές με 6,5 φορές το 2025 και 0,5 φορές έως 0,8 φορές σε όρους P/TBV έναντι 12,5% μέσου RoTE και 9% συνολικής απόδοσης, ο κλάδος δείχνει ελκυστικός.
Οι νέες τιμές-στόχοι και η άνοδός τους αντικατοπτρίζουν:
1) την άμεση αντιμετώπιση παλαιότερων ζητημάτων, όπως η ποιότητα των κεφαλαίων και το αυξημένο κόστος κινδύνου (CoR),
2) την αύξηση των δανείων που ξεπερνά τις προσδοκίες,
3) ένα ακόμη υποστηρικτικό μείγμα καταθέσεων, και
4) τους αυξανόμενους δείκτες πληρωμών.
Η εστίαση των επενδυτών ήταν σε μεγάλο βαθμό στα έσοδα, τα τελευταία τρίμηνα, αλλά το κόστος θα πρέπει να γίνει όλο και πιο σημαντικό τώρα. Μετά από χρόνια εξορθολογισμού, οι περικοπές προσωπικού και υποκαταστημάτων έχουν τελειώσει. Οι βάσεις κόστους των τραπεζών έχουν αρχίσει να αυξάνονται και αναμένουμε αύξηση του κόστους κατά 6%/5% το 2025/2026, η οποία οφείλεται στην αναγκαία αναπλήρωση των μισθών και των επενδύσεων. Παρ’ όλα αυτά, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν αποτελεσματικές, με μέσο δείκτη κόστους/εσόδων 33% το γ’ τρίμηνο και 37,5% το 2025.
«Μετά τις ανακοινώσεις για τα σχέδια επιτάχυνσης της απόσβεσης των DTC, αυξάνουμε τις προσδοκίες μας για τη διανομή μερισμάτων και προβλέπουμε συνολική απόδοση 9%/9% για τον κλάδο το 2025/2026, με επικεφαλής την Αlpha Bank με 10%/11% και την Τράπεζα Πειραιώς με 9%/10%. Η ελάφρυνση του δείκτη DTC/CET1 εξακολουθεί να είναι μικρή βραχυπρόθεσμα, οπότε θέτουμε ανώτατο όριο 50% στα υποτιθέμενα επίπεδα πληρωμών έως ότου υπάρξει μεγαλύτερη κανονιστική βεβαιότητα.
Με την ποιότητα των κεφαλαίων να βελτιώνεται σταδιακά, θεωρούμε ότι οι κίνδυνοι για υψηλότερες πληρωμές είναι στραμμένοι προς τα πάνω, με τις ετήσιες πληρωμές κερδών να μοιράζονται μεταξύ μερισμάτων και επαναγορών, οδηγώντας σε αύξηση των κερδών ανά μετοχή. Αν και η πίεση που προκαλείται από τα καθαρά έσοδα από τόκους στα καθαρά κέρδη ανά μετοχή είναι μπροστά μας, η διάβρωση του δείκτη RoTE έχει αποτυπωθεί στην αποτίμηση», εξηγεί ο οίκος.