Παρά τις κυρώσεις η Ρωσία έχει βρει πολλούς τρόπους να συνεχίζει να προμηθεύει αγοραστές με φυσικό αέριο και πετρέλαιο, κεντρικό ρόλο σε αυτό το εγχείρημα έχει παίξει ο σκιώδης στόλος των περίπου 600 τάνκερ που έχει αποκτήσει και η διάθεση πολλών εφοπλιστών να σπάνε τα εμπάργκο ή να συμμετέχουν σε σκιώδεις συναλλαγές, όπως οι πετρελαιεύσεις στον λακωνικό κόλπο και αλλού.
Για δεκαετίες, οι ρωσικές εξαγωγές επικεντρώνονταν σε πρώτες ύλες, κυρίως σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποτελεί τον βασικό αγοραστή.
Τα έσοδα από το πετρέλαιο χρηματοδοτούσαν άμεσα τον προϋπολογισμό της Μόσχας, καθιστώντας τη διακοπή των εξαγωγών ένα δυνητικό μέσο πίεσης για το Κρεμλίνο. Η Δύση επιχείρησε να εκμεταλλευτεί αυτό το γεγονός μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, επιβάλλοντας ανώτατο όριο τιμής (πάνω από το οποίο απαγορεύτηκε η παροχή υπηρεσιών από δυτικούς ασφαλιστές) και εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, με στόχο τη διακοπή χρηματοδότησης του ρωσικού στρατού.
Ωστόσο, η συνεχιζόμενη ζήτηση για ρωσικό πετρέλαιο και η ικανότητα της Μόσχας να διατηρεί την προσφορά ώθησαν μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας στο… σκοτάδι. Η εξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια, ειδικά το φυσικό αέριο, σήμαινε ότι μια άμεση διακοπή της σχέσης δεν ήταν εφικτή, και η Ρωσία δεν ήταν πρόθυμη να θυσιάσει έσοδα ή μερίδιο αγοράς. Αυτό οδήγησε στην ανάδυση ενός «σκιώδους στόλου» για να διατηρηθεί η ροή του πετρελαίου. Μέχρι τις αρχές του 2024, η Ρωσία είχε αποκτήσει περισσότερα από 600 παλαιά τάνκερ για να συνεχίσει αυτές τις επιχειρήσεις. Η δυναμική της αγοράς στην περιοχή αλλάζει αργά, αλλά ο σκιώδης στόλος παραμένει ευάλωτος σε περαιτέρω κυρώσεις, κυρίως από τις ΗΠΑ.