Αν και διεθνώς η εστίαση βρίσκεται στην επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν και τον αντίκτυπο, παράλληλα, σε διπλωματικό επίπεδο, ξεκινούν εκ νέου οι συνομιλίες στη Ντόχα για την επίτευξη εκεχειρίας στη Γάζα.
Με δεδομένες τις επιπλοκές της όξυνσης του κλίματος μετά την επίθεση του Ισραήλ στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ιράν, οι προσδοκίες για το νέο γύρο επαφών που ξεκίνησε σήμερα στη Ντόχα είναι περιορισμένες.
Όσον αφορά την επίθεση του Ισραήλ, οι πληροφορίες για την στρατηγική αξία των στόχων διίστανται, καθώς άλλοι αναφέρουν ότι τα πλήγματα ήταν μαζικά μεν, χαμηλού επιπέδου δε, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι επλήγησαν κρίσιμες εγκαταστάσεις που περιορίζουν τη δυνητική ικανότητα του Ιράν να απαντήσει.
Η εντύπωση που έχει δημιουργηθεί είναι ότι οι στόχοι που επελέγησαν από τους Ισραηλινούς, ουσιαστικά προετοιμάζουν «για κάτι πιο μεγάλο» στο μέλλον. Ενδεικτικό είναι ότι φέρεται να έχει πληγεί σημαντικά η ιρανική αεράμυνα, όχι μόνο εντός του Ιράν, αλλά και σε στρατηγικά σημεία ιρανικού ενδιαφέροντος στο Ιράκ και στη Συρία. Μάλιστα από τους Ισραηλινούς δίνεται έμφαση στους στόχους που βρίσκονται στην επαρχία Χοζεστάν, μία περιοχή ιδιαίτερα ευαίσθητη για τα ιρανικά εθνικά συμφέροντα, καθότι, όπως η συγκεκριμένη επαρχία συνορεύει με το Κουβέιτ και το νότιο Ιράκ και για δεκαετίες υπάρχουν ανοικτά μειονοτικά ζητήματα που προβληματίζουν το ιρανικό βαθύ κράτος. Πέραν αυτού, η συγκεκριμένη επαρχία είναι εξαιρετικά σημαντική και από απόψεως υποδομών της ιρανικής πετρελαϊκής βιομηχανίας, που περιλαμβάνουν λιμάνια που εξυπηρετούν τις ιρανικές εξαγωγές.
Πάντως, εντύπωση προκαλούν οι δηλώσεις της ισραηλινής αντιπολίτευσης, τόσο εκ μέρους του κεντροαριστερού Γιαΐρ Λαπίντ, όσο και του κεντροδεξιού Μπένι Γκαντς, οι οποίοι αμφότεροι με χθεσινές τους δηλώσεις επικρίνουν την κυβέρνηση Νετανιάχου ότι «θα έπρεπε να επιλέξει ακόμα πιο καίρια κτυπήματα κατά του Ιράν».
Από ιρανικής πλευράς, τα μηνύματα παραμένουν αινιγματικά και διφορούμενα ως προς το εάν τελικά το Ιράν θα αποφασίσει να ανταπαντήσει, πότε και με ποιον τρόπο. Έτσι, ενώ αφέθηκε να διαρρεύσει στα τοπικά ιρανικά μέσα ότι ο Πρόεδρος της Ιρανικής Εθνοσυνέλευσης, Μοχαμάντ Γκαλιμπάφ, κατά τη διάρκεια της κεκλεισμένων των θυρών σημερινή συνεδρίαση του σώματος, ότι «η ανταπάντηση του Ιράν κατά του Ισραήλ είναι αναπόφευκτη», αντιθέτως ο Ηγέτης της Επανάστασης, Αγιατολλάχ Αλί Χαμενεΐ, είπε στα τοπικά μέσα ότι «το Ιράν θα αποφασίσει πότε και με ποιον τρόπο θα απαντήσει».
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η Τεχεράνη επιλέγει τη συγκεκριμένη διατύπωση διαχρονικά, όταν είναι απρόθυμη να αναλάβει περαιτέρω δράση.
Διαπραγματεύσεις για εκεχειρία στη Γάζα
Αν και πολλοί θα περίμεναν ότι η κλιμάκωση του Ισραήλ θα οδηγήσει σε τοξική όξυνση, εν τούτοις κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς από σήμερα επαναλαμβάνονται στη Ντόχα οι διαπραγματεύσεις για εκεχειρία στη Γάζα. Σε αυτές συμμετέχουν ο διοικητής της Μοσάντ Ντέντι Μπαρνέα, που έχει ήδη μεταβεί στη Ντόχα, ο διοικητή της CIA, Ουίλιαμ Μπερνς, ο πρωθυπουργός του Κατάρ Αλ-Θάνι – ο οποίος είναι ταυτόχρονα και επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της χώρας του – και με ο νεοδιορισθείς αρχηγός των αιγυπτιακών μυστικών υπηρεσιών, Χασάν Ρασάντ.
Ποιοί λείπουν από τις διαπραγματεύσεις
Από τις διαπραγματεύσεις απουσιάζουν κρίσιμοι παράγοντες της ισραηλινής αντιπροσωπείας, ενώ δεν εκπροσωπείται, επισήμως και η Χαμάς, που παραμένει ακέφαλη. Ειδικότερα, το επίπεδο εκπροσώπησης του Ισραήλ έχει υποβαθμιστεί, καθώς στην αντιπροσωπεία δεν συνοδεύουν τον διοικητή της Μοσάντ ούτε ο επικεφαλής της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφαλείας, Ρονέν Μπαρ, ούτε ο ειδικός επιτετραμμένος εμπειρογνώμονας του ισραηλινού στρατού.
Υπ αυτό το πρίσμα είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν προσδοκίες για πρόοδο που θα επιτρέψει τη λήψη αποφάσεων, περιορίζοντας τη συνάντηση σε διερευνητική.
Η Χαμάς παραμένει ακόμα επισήμως ακέφαλη, μετά την εκτέλεση του ηγέτη της Γιαχία Σινουάρ. Ωστόσο, καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι η οργάνωση διέρχεται πλέον δομικό μετασχηματισμό. Συγκεκριμένα, από το καθεστώς της προγενέστερης “διαρχίας” μεταξύ της ηγεσίας του πολιτικού και του στρατιωτικού σκέλους της οργάνωσης, υπάρχουν ενδείξεις που φέρουν την Χαμάς να προσανατολίζεται σε ένα σύστημα ‘πολυαρχίας’, στο πλαίσιο του οποίου αφ’ ενός θα διατηρηθεί η διάκριση ηγεσίας πολιτικού και στρατιωτικού σκέλους, αφ’ ετέρου θα εκπροσωπούνται με διακριτό τρόπο πυρήνες της οργάνωσης που βρίσκονται στην Δυτική Όχθη, στην Γάζα και στην παλαιστινιακή ομογένεια.
Με βάση, λοιπόν, αυτήν τη συγκυρία, αποτελεί θετική εξέλιξη η επανέναρξη των επαφών με στόχο την εκεχειρία. Από την άλλη, όμως, αναμένονται περισσότερες ενδείξεις για τον τρόπο που η Χαμάς θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε καθαρά πρακτικό επίπεδο στις απαιτήσεις μίας έμμεσης διαπραγμάτευσης, με ενδιαμέσους των διαμεσολαβητές της Αιγύπτου και του Κατάρ.