Ανησυχητικά στοιχεία για την οικονομία, τη δυναμική των επιχειρήσεων και την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρεμβαίνει εγκαίρως, διαπιστώνει η έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς ανιχνεύει αύξηση στα κόκκινα δάνεια, η οποία μετριάζεται από τα νέα δάνεια, αλλά με ισχυρή υφέρπουσα τάση.
Η εξαμηνιαία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα έχει ενδιαφέροντα ευρήματα και κυρίως αποτελεί εργαλείο εγκαίρου προειδοποίησης.
Η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας εξετάζει τις εξελίξεις στο μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, αξιολογεί τους κινδύνους και την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των λοιπών τομέων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών (συστήματα πληρωμών, κάρτες πληρωμών, κεντρικά αποθετήρια τίτλων και κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι).
Στην έκθεση, η ΤτΕ επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές διαταραχές και να επιτελέσει τον διαμεσολαβητικό του ρόλο, ενώ βλέπει θετικές προοπτικές για τον κλάδο το επόμενο διάστημα.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων επιδεινώθηκε οριακά εξαιτίας μη οργανικών παραγόντων. Ειδικότερα, το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) διαμορφώθηκε σε 10,4 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2024, αυξημένο κατά 4,8% ή 476 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2023 με στοιχεία σε ατομική βάση, εντός ισολογισμού.
Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην ενσωμάτωση στην περίμετρο των ΜΕΔ, μετά από εποπτική απαίτηση, συγκεκριμένων κατηγοριών δανείων με εγγύηση του Ελληνικού δημοσίου. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων τον Ιούνιο του 2024 αυξήθηκε οριακά σε 6,9% από 6,7% τον Δεκέμβριο του 2023, καθώς η πιστωτική επέκταση μετρίασε την αρνητική επίδραση από την αύξηση των ΜΕΔ.
Συνεπώς, ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα εξακολουθεί να παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2024: 2,3%7) και οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν. Επιπρόσθετα, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 36,4% τον Ιούνιο του 2024.
Σημειώνεται ότι μέχρι το τέλος του 2024 αναμένεται σημαντική αποκλιμάκωση του εν λόγω δείκτη για τις λιγότερο σημαντικές τράπεζες, με την ένταξη ΜΕΔ του νέου σχήματος που προέκυψε από τη συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής και της Παγκρήτιας Τράπεζας στο πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής».
Τα κεφάλαια
H κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη το πρώτο εξάμηνο του 2024, καθώς η αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αντισταθμίστηκε από την αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού.
Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,4% τον Ιούνιο του 2024 από 15,5% τον Δεκέμβριο του 2023 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) παρέμεινε αμετάβλητος στο 18,8%. Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται του μέσου όρου των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1: 15,8% και TCR: 19,9% τον Ιούνιο του 2024).
Επίσης, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο του 2024 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 12,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 41% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 44% τον Δεκέμβριο του 2023) και το 50% των συνολικών κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1 capital, από 53% τον Δεκέμβριο του 2023).
Θετικές οι προοπτικές
Η Έκθεση της TτΕ επικεντρώνεται στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στον τραπεζικό τομέα το πρώτο εξάμηνο του 2024, ενώ παρουσιάζονται επίσης δύο Ειδικά Θέματα:
α) Το Ειδικό Θέμα Ι περιγράφει το πλαίσιο αξιολόγησης που έχει αναπτύξει η Τράπεζα της Ελλάδος για τη συστηματική παρακολούθηση των κινδύνων που απορρέουν από δάνεια και επενδύσεις σε επαγγελματικά ακίνητα. Επιπρόσθετα, παρουσιάζει τα ευρήματα από την εφαρμογή της εν λόγω αξιολόγησης στην εγχώρια αγορά επαγγελματικών ακινήτων για το δεύτερο εξάμηνο του 2023.
β) Το Ειδικό Θέμα ΙΙ παρουσιάζει το τρέχον τοπίο των κυβερνοαπειλών στις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών, τους ενδεχόμενους κινδύνους από περιστατικά κυβερνοεπιθέσεων στις υποδομές, καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισης των κυβερνοαπειλών.
Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές διαταραχές και να επιτελέσει τον διαμεσολαβητικό του ρόλο.
Το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 1,9 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε καθοριστικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, με θετική συμβολή των εσόδων από πράξεις πληρωμών και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.
Οπως αναφέρει η TτΕ, οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα διαγράφονται θετικές. Ωστόσο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, η οποία επηρεάζεται και από εξωγενείς παράγοντες. Η περαιτέρω όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά, ενώ μια απότομη ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων μπορεί να επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Επιπρόσθετα, η κλιματική αλλαγή και ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων αποτελούν σημαντικούς κινδύνους για την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συμπερασματικά, η εξασφάλιση συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την περαιτέρω θωράκιση του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η σημασία της προώθησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων με στόχο την εμβάθυνση της Τραπεζικής Ένωσης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο ΕΕ.