Κλιμακούμενο βαίνει το πολιτικό ρίσκο στην Ελλάδα, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης με νέες δηλώσεις του φαίνεται ότι οδηγεί σε αδιέξοδο τη ένταση με πρώην πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος εξέφρασε σοβαρές αντιθέσεις για τα προωθούμενα από την κυβέρνηση της ΝΔ σενάρια για το Κυπριακό και το Αιγαίο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να στείλει μήνυμα στη σκληρή βάση της ΝΔ και τα άλλα δεξιά κόμματα για τις εξελίξεις στα Ελληνοτουρκικά, σκιαγραφώντας την οικοδόμηση μετώπου, καθώς τους χαρακτήρισε ακροδεξιούς. Ερωτηθείς σχετικά με τις δηλώσεις του Αντώνη Σαμαρά φάνηκε πιο διαλλακτικός και ελαστικός, σε μια δεύτερη ανάγνωση όμως φαίνεται να ζητά οπισθοχώρηση του πρώην πρωθυπουργού, ώστε να μην εντάξει στο μέτωπο με τους ακροδεξιούς…
Τόσο το Crisis Monitor όσο και ο Αλέξης Παπαχελάς στην Καθημερινή έχουν προειδοποιήσει για τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης εξαιτίας της σύγκρουσης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τους πρώην πρωθυπουργούς Σαμαρά και Καραμανλή. Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο η αποσταθεροποίηση αλλά η εκτίναξη του πολιτικού ρίσκου, καθώς το Μαξίμου δεν θα είναι σε θέση να προωθήσει μεταρρυθμίσεις υπό το φόβο εσωκομματικών αντιδράσεων, οδηγώντας σε δυσκυβερνησία.
Τα μηνύματα στον Σαμαρά
Στην πραγματικότητα σε πρώτο επίπεδο διαμηνύει στον Αντώνη Σαμαρά ότι έχει βάλει τη βάση για την επαναπροσέγγιση, ομού με τον Βαγγέλη Βενιζέλο, ενώ τον προειδοποιεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η συνέχιση της ρητορικής του οδηγεί στην ένταξή του στην ακροδεξιά.
Ειδικότερα, ο Έλληνας πρωθυπουργός ρωτήθηκε επίσης για τις απόψεις που έχει διατυπώσει ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς για τον διάλογο με την Τουρκία και για εκείνους που μιλούν για ξεπουλήματα.
«Καταρχάς επιτρέψτε μου να κάνω μια διάκριση μεταξύ των απόψεων του κ. Σαμαρά και των υπολοίπων φωνών που ακούγονται γύρω από τα ζητήματα αυτά. Με τον κύριο Σαμαρά θα πω ότι οι απόψεις του είναι σεβαστές. Θέλω να θυμίσω, ήταν τέως πρωθυπουργός, ήταν ο άνθρωπος ο οποίος συναντήθηκε με τον κ. Ερντογάν και επί διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά και με υπουργό τον κ. Βενιζέλο γινόντουσαν και διερευνητικές επαφές. Απλά για να υπενθυμίσω λίγο το τι συνέβαινε», ανέφερε.
Και πρόσθεσε: «Τώρα όμως αφήνω στην άκρη αυτό το θέμα. Διαπιστώνω ότι υπάρχουν πολλές εξαιρετικά ακραίες φωνές στην Ελλάδα από κόμματα τα οποία βρίσκονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και από διάφορα ΜΜΕ, τα οποία περίπου κατηγορούν την κυβέρνηση, εμένα, τον υπουργό Εξωτερικών, ότι είμαστε μειοδότες γιατί κάνουμε τι; Γιατί συζητούμε με την Τουρκία; Αναρωτιέμαι πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς προστατεύαμε τα σύνορα της Ελλάδας στον Έβρο; Που ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς επεκτείναμε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια στο Ιόνιο, όταν υπογράφαμε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη με την Αίγυπτο δημιουργώντας κυριαρχικά δικαιώματα με την βούλα, με τον νόμο; Που ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν αγοράζαμε τις Μπελαρά, τα Ραφάλ, όταν κάναμε την παραγγελία για τα F-35; Έχω μιλήσει και στο παρελθόν για πατριώτες της φακής και εν πάση περιπτώσει σήμερα η Ελλάδα είναι σε θέση να συζητά με την Τουρκία πολιτισμένα αλλά και σε μια θέση πολύ πιο ισχυρή από ότι ήταν το 2019. Και ότι συζητάμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε. Ούτε ξεπουλάμε ούτε προδίδουμε κανέναν. Η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά στην ιστορία της αυτή την ακραία ρητορική η οποία δεν υπηρετεί τελικά τα εθνικά συμφέροντα και σίγουρα δεν κομίζει και καμία ουσιαστική εναλλακτική στο τραπέζι. Η Ελλάδα λοιπόν και σ’ αυτό στηρίζω απόλυτα τον Υπουργό Εξωτερικών, θα εξακολουθεί να συνομιλεί με την Τουρκία, όπως το έχουμε ήδη κάνει, έχω συναντηθεί έξι φορές με τον κ. Ερντογάν, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε συμφωνήσει ή ότι είμαστε κοντά σε μια συμφωνία για τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, αλλά ήθελα να δώσω αυτή τη λίγο πιο εκτεταμένη απάντηση προς όλους αυτούς οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πιο πατριώτες απ’ ότι είμαστε όλοι εμείς. Υποψιάζομαι ότι σε μια πραγματική κρίση θα ήταν οι πρώτοι που θα έβαζαν την ουρά στα σκέλια».