Ζήτημα διάβρωσης του μηχανισμού του υπουργείου Εξωτερικών θέτει με άρθρο του ο διευθυντής της Καθημερινής, Αλέξης Παπαχελάς, σε μια προσπάθεια να αναδείξει και να τοποθετήσει το θέμα ψηλά στην μεταρρυθμιστική ατζέντα της κυβέρνησης.
Ο Αλέξης Παπαχελάς κάνει λόγο για παρείσφρηση συμβούλων και χαμηλής ποιότητας διπλωματών, οι οποίοι -όντας εξαρτώμενοι- εν τέλει υπονομεύουν τη γραφειοκρατία του υπουργείου Εξωτερικών και την αποτελεσματικότητα του. Επίσης, αναφέρεται στην ανάγκη για κινητροδότηση διπλωματών.
Το άρθρο του Αλέξη Παπαχελά αποτελεί σαφή παρέμβαση σε έναν τομέα που γενικά μένει στο απυρόβλητο και οι όποιες αλλαγές προωθούνται αποτελούν διαχρονικά κυρίως εσωτερικό ζήτημα. Χρονικά, η παρέμβαση αυτή έρχεται τη στιγμή που συρρικνώνεται το αποτύπωμα στης Ελλάδας στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή και ενώ η Τουρκία επελαύνει στα βόρια και νότια σύνορα με συνεργασίες ακόμη και με την Αίγυπτο.
Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα έχει χάσει πολλά από ερείσματά της στις ΗΠΑ τόσο με την υπόθεση Μενέντεζ όσο και λόγω της περιορισμένης επιρροής του Αμερικανού πρέσβη Τζ. Τσούνη στον Λευκό Οίκο και τις ανύπαρκτες σχέσεις του στο state department.
Σε αυτή τη φάση Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε διαδικασία επαναπροσέγγισης, τα ζητήματα όμως που ανακύπτουν, καθώς οι δύο χώρες ακολουθούν την πολιτικο-διπλωματική οδό είναι πολύ πιο σύνθετα και εξελίσσονται ταυτόχρονα σε πολλά φόρα.
Το άρθρο του Αλέξη Παπαχελά
Ενα ζήτημα εθνικής σημασίας
Καλές είναι οι Μπελάρα, τα Ραφάλ και (εφόσον τα αντέχουμε οικονομικά) τα F-35. Η χώρα τα χρειαζόταν επειγόντως. Είχαμε μείνει απελπιστικά πίσω, ιδιαίτερα στο Ναυτικό. Είναι επίσης πολύ θετικό το γεγονός ότι, για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες, κάποιοι μελετούν και ξανασχεδιάζουν το πλέγμα εξοπλισμών – αμυντικής βιομηχανίας – καινοτομίας. Γιατί είναι αδιανόητο και προκλητικό ότι έπειτα από πολλά δισεκατομμύρια που ξοδεύτηκαν σε εξοπλισμούς τα τελευταία 40 χρόνια δεν έμεινε τίποτα στον τόπο από αμυντική βιομηχανία και έρευνα. Μόνο μίζες και αμαρτωλά όφσετς.
Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι πέρα από τους εξοπλισμούς, η χώρα χρειάζεται και εξωτερική πολιτική. Την οποία προφανώς ασκούν σε προσωπική βάση και σε υψηλό επίπεδο ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Εξωτερικών και άλλοι αρμόδιοι. Η Ελλάδα είχε παραδοσιακά ένα καλό και ισχυρό υπουργείο Εξωτερικών. Παρά τον δημοφιλή μύθο περί ασυγκρίτως καλύτερης τουρκικής διπλωματίας, η Ελλάδα είχε πολύ γερούς διπλωμάτες, δομές και μηχανισμούς και επαρκή κονδύλια.
Καλοί οι νέοι εξοπλισμοί, χρειάζεται όμως και η ενίσχυση και ανασχεδίαση της ελληνικής διπλωματίας για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής.
Ηλθε, βεβαίως, η δεκαετία του 1980 που τα άλλαξε όλα. Εν μέρει χρειαζόταν να σπάσει ένα παλαιό κατεστημένο, αλλά, ως συνήθως, ήλθαν οι υπερβολές. Οι σύμβουλοι αντικατέστησαν τους διπλωμάτες, οι οποίοι με τον καιρό άρχισαν να μην εκφράζουν την πραγματική τους άποψη, αλλά να συμφωνούν με την εικαζόμενη βούληση του προϊσταμένου τους. Εγιναν και πολλές εκπτώσεις στις εξετάσεις υποψήφιων διπλωματών, έγιναν και πολλά ρουσφέτια και τα επακόλουθα ήταν αναμενόμενα.
Σήμερα το υπουργείο Εξωτερικών αντιμετωπίζει μία πρωτοφανή έλλειψη κονδυλίων, καθώς έμεινε στα επίπεδα της οικονομικής κρίσης. Οι απολαβές των διπλωματών στο εξωτερικό είναι αποθαρρυντικές για νέους ανθρώπους που θέλουν να κάνουν καριέρα. Σε σημαντικές πρεσβείες δεν υπάρχουν χρήματα για να πληρωθούν κλητήρες ή οδηγοί. Η έλλειψη στελεχών στα προξενεία εξοργίζει τους ομογενείς. Το επάγγελμα του διπλωμάτη δεν ελκύει πλέον, όπως φάνηκε και στις τελευταίες εξετάσεις όπου δεν στάθηκε δυνατόν να καλυφθούν καν οι λίγες θέσεις που προκηρύχθηκαν.
Θα λύσουν τα παραπάνω χρήματα το πρόβλημα; Προφανώς όχι αν δεν υπάρξει ένα σοβαρό σχέδιο πλήρους ανασχεδίασης του υπουργείου για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής. Η ηγεσία του γνωρίζει το πρόβλημα και ενδιαφέρεται να το λύσει, πράγμα όχι αυτονόητο. Είναι ένα πιεστικό πρόβλημα με το οποίο πρέπει να ασχοληθούμε, ίσως όχι τόσο επείγον όσο η κάλυψη των αναγκών του Ναυτικού, αλλά σίγουρα ένα ζήτημα εθνικής σημασίας.