Τη δυναμική για την αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας εντείνει η απόφαση της Moody’s να αναθεωρήσει σε θετικές τις προοπτικές, ενώ ακολουθεί αντίστοιχη απόφαση της DBRS.
Η Moody’s αναθεώρησε την προοπτική της Ελλάδας από σταθερή σε θετική, επιβεβαιώνοντας την αξιολόγηση Ba1 της χώρας. Η αλλαγή αυτή βασίζεται κυρίως σε δύο παράγοντες:
- Βελτίωση της υγείας του τραπεζικού τομέα: Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει παρουσιάσει σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια, με δείκτες όπως το κεφαλαιακό απόθεμα και η κερδοφορία να πλησιάζουν τον μέσο όρο της ΕΕ. Παρά το υψηλότερο επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) σε σχέση με την ΕΕ, οι προοπτικές είναι θετικές, ειδικά λόγω της επέκτασης του Σχήματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (HAPS). Η μείωση του κινδύνου ενδεχόμενων υποχρεώσεων για την κυβέρνηση λόγω της σταθεροποίησης των τραπεζών συμβάλλει στην αναθεώρηση της προοπτικής.
- Ισχυρή δημοσιονομική επίδοση: Η ελληνική κυβέρνηση έχει εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν την αποδοτικότητα της φορολογικής είσπραξης, γεγονός που έχει αυξήσει τα έσοδα και οδήγησε σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Η Moody’s προβλέπει περαιτέρω βελτιώσεις στα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, επίσης υπάρχει η πιθανότητα να επιτευχθεί ταχύτερη μείωση του χρέους από ό,τι αναμένεται, λόγω της ισχυρής δημοσιονομικής απόδοσης.
- Σταθερά, τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ενισχύουν
- τα ευρωπαϊκά κεφάλαια, καθώς η χώρα έχει πρόσβαση στο RRF ύψους 36 δισ.,
- το δημοσιονομικό μαξιλάρι των 35 δισ. και
- το διαχειρίσιμο προφίλ του χρέους που υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του, παρά το γεγονός ότι θα παραμείνει πάνω από το 120% μέχρι και το 2030.
Συνολικά, η αναθεώρηση των προοπτικών σε θετικές αντικατοπτρίζει την αυξημένη πιθανότητα περαιτέρω βελτιώσεων τόσο στον τραπεζικό τομέα όσο και στις δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας.
Η αξιολόγηση
Οι αξιολογήσεις της Moody’s (Moody’s) άλλαξαν σήμερα την προοπτική της Κυβέρνησης της Ελλάδας από σταθερή σε θετική, ενώ επιβεβαίωσαν την μακροπρόθεσμη αξιολόγηση του εκδότη και των μη εξασφαλισμένων ομολόγων Ba1 της Κυβέρνησης της Ελλάδας. Επίσης, επιβεβαίωσαν την αξιολόγηση (P)Ba1 για το πρόγραμμα μη εξασφαλισμένων ομολόγων ξένου νομίσματος και την αξιολόγηση άλλων βραχυπρόθεσμων αξιογράφων ξένου νομίσματος στο (P)NP.
Η αλλαγή της προοπτικής σε θετική αντανακλά την αυξημένη πιθανότητα διατηρήσιμης βελτίωσης της υγείας του τραπεζικού τομέα, γεγονός που μειώνει τους κινδύνους των ενδεχόμενων υποχρεώσεων για την κυβέρνηση. Επιπλέον, με την πιθανότητα να υπερβούν οι οικονομικές επιδόσεις και η δημοσιονομική επίδοση τις προσδοκίες μας, η δημοσιονομική ισχύς της Ελλάδας θα μπορούσε να βελτιωθεί ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν.
Η επιβεβαίωση των αξιολογήσεων Ba1 της Ελλάδας αντανακλά τις σημαντικές βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική προσαρμογή, οι οποίες εξισορροπούν τις συνεχιζόμενες προκλήσεις σε τομείς όπως η βελτίωση της αποδοτικότητας της δικαιοσύνης, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος.
Οι ανώτατες βαθμολογίες χώρας για το τοπικό και το ξένο νόμισμα της Ελλάδας παραμένουν αμετάβλητες στο A1. Για τις χώρες της ευρωζώνης, είναι τυπική μια διαφορά έξι θέσεων μεταξύ της ανώτατης βαθμολογίας του τοπικού νομίσματος και της αξιολόγησης του εκδότη τοπικού νομίσματος, καθώς και μηδενική διαφορά μεταξύ της ανώτατης βαθμολογίας τοπικού και ξένου νομίσματος, αντανακλώντας τα οφέλη από το ισχυρό κοινό θεσμικό, νομικό και κανονιστικό πλαίσιο της ευρωζώνης, καθώς και τους μηχανισμούς υποστήριξης ρευστότητας και διαχείρισης κρίσεων. Αντικατοπτρίζει επίσης την ελάχιστη πιθανότητα εξόδου από την ευρωζώνη.
Αιτιολόγηση των Αξιολογήσεων
Αιτιολόγηση για την αλλαγή της προοπτικής σε θετική
Προοπτικές διατηρήσιμης βελτίωσης της υγείας του τραπεζικού τομέα
Παρατηρείται αυξημένη πιθανότητα διατηρήσιμης βελτίωσης της υγείας του τραπεζικού τομέα, γεγονός που μειώνει τους κινδύνους των ενδεχόμενων υποχρεώσεων για την κυβέρνηση.
Η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, και οι ελληνικές τράπεζες είναι πλέον πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ σε πολλούς δείκτες χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) για το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι δείκτες κεφαλαιοποίησης είναι πλέον κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, με τον δείκτη CET-1 για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στο 15,5%, έναντι 16% για τον μέσο όρο της ΕΕ. Η κερδοφορία είναι ισχυρότερη για τις ελληνικές τράπεζες, και παρουσιάζουν τον χαμηλότερο δείκτη κόστους προς έσοδα στην ΕΕ.
Παρότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, οι προοπτικές είναι θετικές για να πλησιάσει τον μέσο όρο της ΕΕ (1,9%) τα επόμενα ένα με δύο χρόνια. Η πιθανή περαιτέρω μείωση του δείκτη NPL θα επωφεληθεί από την ανακοίνωση παράτασης του Σχήματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (HAPS) κατά 1 δισ. ευρώ (από τα αρχικά 2 δισ.).
Βελτίωση δημοσιονομικών επιδόσεων
Η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδείξει ισχυρή δέσμευση στη δημοσιονομική σύνεση, εφαρμόζοντας μια σειρά δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει τη βάση εσόδων τα τελευταία χρόνια, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας από ό,τι προβλέπουμε σήμερα.
Οι ολοκληρωμένες και συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις στο σκέλος των εσόδων στοχεύουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας της φορολογικής είσπραξης και στη μείωση της φοροδιαφυγής στους τομείς του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και στη μείωση του κενού του ΦΠΑ. Τα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πρωτοβουλίες ψηφιοποίησης στην αρμόδια αρχή είσπραξης εσόδων, καθώς και την ηλεκτρονική τιμολόγηση και την αναφορά σε πραγματικό χρόνο των συναλλαγών.
Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο φέτος, ο Κρατικός Προϋπολογισμός κατέγραψε ισχυρές αυξήσεις εσόδων, ιδίως στους φόρους εισοδήματος και ΦΠΑ, ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων φορολογικών μεταρρυθμίσεων. Για τη γενική κυβέρνηση, το πρωτογενές πλεόνασμα σε ταμειακούς όρους έφτασε τα 5,2 δισ. ευρώ (2,2% του ΑΕΠ), από 3,7 δισ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ) την ίδια περίοδο το 2023, καθώς τα έσοδα αυξήθηκαν ταχύτερα από τις δαπάνες.
Προβλέπουμε δημοσιονομικά ελλείμματα περίπου 1% του ΑΕΠ για τη γενική κυβέρνηση για την περίοδο 2024-2026, μια περαιτέρω βελτίωση από το έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ το 2023. Επιπλέον, αναμένουμε πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2024 και 2026, υπερβαίνοντας τους στόχους που περιγράφονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας της Ελλάδας. Επί του παρόντος, αναμένουμε ότι το χρέος θα μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ έως το 2025 και κάτω από το 140% του ΑΕΠ έως το 2027.
Δεδομένου του ιστορικού της κυβέρνησης να υπερβαίνει τους δημοσιονομικούς της στόχους και της πιθανότητας περαιτέρω κερδών από τις μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των εσόδων, βλέπουμε ανοδικούς κινδύνους για τις δημοσιονομικές επιδόσεις. Υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα – πιθανώς σε συνδυασμό με ισχυρότερη πραγματική και ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ – θα υποστηρίξουν με τη σειρά τους μια ταχύτερη μείωση του χρέους της κυβέρνησης, αν και από πολύ υψηλά επίπεδα.
Αιτιολόγηση της επιβεβαίωσης των αξιολογήσεων Ba1
Οι αξιολογήσεις Ba1 της Ελλάδας υποστηρίζονται από ένα ισχυρό ιστορικό μεταρρυθμίσεων, που έχει οδηγήσει σε ορατές βελτιώσεις στους θεσμούς και τη διακυβέρνηση, αυξημένες επενδύσεις και έναν πιο υγιή τραπεζικό τομέα. Επιπλέον, η κυβέρνηση είναι έντονα προσηλωμένη στη δημοσιονομική σύνεση.
Η μέτρια οικονομική ισχύς αντανακλά υψηλότερα επίπεδα πλούτου σε σύγκριση με άλλες χώρες με παρόμοιες αξιολογήσεις και ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης για τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια, καθώς τα σημαντικά κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ, Aaa σταθερό) και οι ιδιωτικές επενδύσεις θα στηρίξουν την ανάπτυξη. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) της ΕΕ, η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε 36 δισ. ευρώ (περίπου 16,3% του ΑΕΠ του 2023) σε επιχορηγήσεις και δάνεια, εκ των οποίων σχεδόν τα μισά έχουν ήδη ληφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κοντά στα 6 δισ. ευρώ έχουν διανεμηθεί σε επιχειρήσεις και έργα.
Αυτά τα πλεονεκτήματα εξισορροπούνται από το μέτριο μέγεθος της ελληνικής οικονομίας και από ένα οικονομικό μοντέλο που στηρίζεται έντονα στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Η Ελλάδα έχει δυνατότητες να διαφοροποιήσει και να αναπτύξει τον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και τις εξαγωγές, αλλά αυτή η πρόοδος θα πάρει χρόνο, και αναμένουμε σχετικά μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών γύρω στο 4-5% του ΑΕΠ για τα επόμενα πέντε χρόνια, καθώς η ανάκαμψη των επενδύσεων θα οδηγήσει σε ισχυρή αύξηση των εισαγωγών για κεφαλαιουχικά και ενδιάμεσα αγαθά, και ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών θα βελτιωθεί μόνο σταδιακά.
Οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις για την δυνητική ανάπτυξη προκύπτουν από τις δυσμενείς δημογραφικές τάσεις, οι οποίες θα αντισταθμιστούν μόνο εν μέρει από τον αναμενόμενο θετικό αντίκτυπο των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων του RRF στην παραγωγικότητα.
Παρά τις προσδοκίες μας για περαιτέρω σημαντική μείωση του ελληνικού χρέους, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα παραμείνει πάνω από 120% μέχρι και τη δεκαετία του 2030, ένα υψηλό επίπεδο σε σύγκριση με άλλες κυρίαρχες χώρες παγκοσμίως. Ωστόσο, η ευνοϊκή δομή του χρέους, που χαρακτηρίζεται από μεγάλο μέσο όρο διάρκειας λήξης περίπου 20 ετών και εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, υποστηρίζει ισχυρά τους δείκτες βιωσιμότητας του χρέους. Το μεγάλο ταμειακό απόθεμα περίπου 35 δισ. ευρώ (15% του ΑΕΠ) αποτελεί επίσης έναν σημαντικό παράγοντα μετριασμού των κινδύνων.
Περιβαλλοντικές, Κοινωνικές και Διακυβερνητικές Εκτιμήσεις
Το προφίλ της Ελλάδας αναφορικά με τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και διακυβερνητικούς (ESG) κινδύνους δείχνει ότι οι εν λόγω παράγοντες έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στην τρέχουσα αξιολόγηση, με πιθανότητα μεγαλύτερου αρνητικού αντίκτυπου στο μέλλον. Ειδικότερα, αυτό αντικατοπτρίζει την έκθεση σε κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, όπως οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις και οι φυσικοί κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή, με περιορισμένη οικονομική ικανότητα πλήρους μετριασμού αυτών των κινδύνων. Ωστόσο, οι θεσμοί και η διακυβέρνηση της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, και η ικανότητα των αρχών να ανταποκρίνονται σε κρίσεις έχει αποδειχθεί ισχυρή, όπως φάνηκε κατά την πανδημία του κορωνοϊού και την ενεργειακή κρίση.
Η Ελλάδα εμφανίζει προφίλ περιβαλλοντικού κινδύνου (E-3), που αντικατοπτρίζει την έκθεση σε διάφορους περιβαλλοντικούς κινδύνους, με ιδιαίτερη έμφαση στους κινδύνους από φυσικές καταστροφές, όπως πυρκαγιές και θερμικά κύματα.
Το κοινωνικό προφίλ (S-4) της Ελλάδας αντικατοπτρίζει κυρίως το δυσμενές δημογραφικό προφίλ, το οποίο θα επηρεάσει αρνητικά την μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη της οικονομίας.
Το προφίλ διακυβέρνησης (G-2) αντικατοπτρίζει περιορισμένους κινδύνους από τη διακυβέρνηση. Οι βαθμολογίες της Ελλάδας σε παγκόσμιους δείκτες διακυβέρνησης έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα όσον αφορά την ποιότητα της ρυθμιστικής αρχής και το κράτος δικαίου. Η δημοσιονομική αξιοπιστία έχει επίσης βελτιωθεί σημαντικά.
Σημαντικά Οικονομικά Δεδομένα (2023)
- Κατά Κεφαλήν Εισόδημα (PPP, US$): 39,395
- Πραγματική Αύξηση ΑΕΠ (%): 2%
- Ρυθμός Πληθωρισμού (%): 3.8%
- Δημοσιονομικό Ισοζύγιο: -1.6% του ΑΕΠ
- Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών: -6.3% του ΑΕΠ
Εξωτερικό χρέος / ΑΕΠ: [Μη διαθέσιμο]
Ανθεκτικότητα της Οικονομίας: baa1
Ιστορικό χρεοκοπιών: Τουλάχιστον ένα περιστατικό χρεοκοπίας (σε ομόλογα και/ή δάνεια) έχει καταγραφεί από το 1983.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 2024, συγκλήθηκε επιτροπή αξιολόγησης για να συζητήσει την αξιολόγηση της Κυβέρνησης της Ελλάδας. Τα κύρια σημεία που αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης ήταν: Τα οικονομικά θεμελιώδη στοιχεία του εκδότη, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής του ισχύος, δεν έχουν αλλάξει σημαντικά. Η ισχύς των θεσμών και της διακυβέρνησης του εκδότη δεν έχει αλλάξει σημαντικά. Η δημοσιονομική ή χρηματοοικονομική ισχύς του εκδότη, συμπεριλαμβανομένου του προφίλ χρέους του, δεν έχει αλλάξει σημαντικά. Ο εκδότης έχει γίνει λιγότερο ευάλωτος σε κινδύνους έκτακτων γεγονότων.
Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση ή υποβάθμιση των αξιολογήσεων
Ανοδική πίεση στις αξιολογήσεις Ba1 της Ελλάδας θα μπορούσε να προκύψει σε περίπτωση συνεχιζόμενης βελτίωσης των χρηματοοικονομικών δεικτών σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με ενδείξεις ταχύτερης εκκαθάρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από ό,τι αναμένουμε επί του παρόντος. Η συνεχής υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων, σε σύγκριση με τις προσδοκίες μας, η οποία θα οδηγήσει σε ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους από ό,τι αναμένεται επί του παρόντος, θα υποστήριζε επίσης μια θετική ενέργεια αξιολόγησης. Αναγνωρίζουμε ότι σημαντικές βελτιώσεις σε τομείς όπως η ενίσχυση της αποδοτικότητας του δικαστικού συστήματος ή η διαφοροποίηση της οικονομίας είναι απίθανο να συμβούν κατά την περίοδο της προοπτικής, ωστόσο, τυχόν ενδείξεις επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων θα ήταν θετικές για την πιστοληπτική αξιολόγηση.
Η θετική προοπτική δείχνει ότι είναι απίθανο να υπάρξει υποβάθμιση των αξιολογήσεων στο εγγύς μέλλον. Παρόλα αυτά, πτωτικές πιέσεις θα μπορούσαν να εμφανιστούν εάν αντιστραφεί η πολιτική πορεία που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια ή εάν υπάρξουν ενδείξεις ότι οι παρελθούσες μεταρρυθμίσεις δεν αποφέρουν τα αναμενόμενα οφέλη για την ανάπτυξη και τους δημοσιονομικούς λογαριασμούς. Ειδικότερα, τυχόν σημάδια διαρκούς, ουσιαστικής επιδείνωσης της δημοσιονομικής θέσης της κυβέρνησης, ενδεχομένως σε συνδυασμό με απότομη επιδείνωση της υγείας του τραπεζικού τομέα, θα μπορούσαν να προκαλέσουν αρνητική αξιολόγηση. Μια κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη που θα περιλάμβανε το ΝΑΤΟ, αν και δεν αποτελεί το βασικό μας σενάριο, θα οδηγούσε επίσης σε πτωτικές πιέσεις στην αξιολόγηση.