Ρύθμιση με διττό στόχο να χαλαρώσει τον βρόγχο στο λαιμό των επιχειρήσεων και να περιορίσει το ύψος των εκκρεμών και ανείσπρακτων οφειλών προς το Δημόσιο προωθεί το υπουργείο Οικονομικών, η οποία όμως μπορεί να έχει επιπτώσεις και στα δημοσιονομικά, καθώς το κόστος της δεν έχει αποτιμηθεί.
Ρύθμιση που επιτρέπει τη μαζική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο προωθεί το υπουργείο Οικονομικών, κίνηση που ενέχει όμως και δημοσιονομικούς κινδύνους, ενώ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και πελατειακή.
Πάντως, η ρύθμιση να μειώσει τα ανείσπρακτα του δημοσίου, βελτιώνοντας σε βάθος χρόνου τους δείκτες αποτελεσματικότητας στις εισπράξεις και προσφέροντας ανάσα σε επιχειρήσεις.
Η ρύθμιση
Πρόκειται για υποθέσεις που έχουν εκδοθεί με πρόστιμα εκατομμυρίων και εκκρεμούν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια, ενώ από τη στιγμή που η εφορία παραδεχθεί το λάθος της θα πρέπει να επιστρέψει στους φορολογούμενους φόρους, πρόστιμα και προσαυξήσεις.
Η ρύθμιση έχει 10ετή αναδρομικότητα.
Η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αναφέρει πως θα προκύψει «δαπάνη ή απώλεια εσόδων κατά περίπτωση, από την ακύρωση ή επιστροφή των ποσών που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί, βάσει των πράξεων που ακυρώνονται ή διαγράφονται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής».
Η αιτιολογική έκθεση υπογραμμίζει, ότι το ισχύον πλαίσιο δεν επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να εξετάσει πρόδηλα σφάλματα, στην περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια.
Έτσι, οι φορολογούμενοι πρέπει είτε να ζητήσουν από τη Φορολογική Διοίκηση να επανεξετάσει την πράξη που έχει εκδοθεί εις βάρος τους, κινδυνεύοντας να απωλέσουν την προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ή για την προσφυγή στα δικαστήρια, είτε να αναμένουν τη λήξη της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων χωρίς, στο διάστημα αυτό, η Φορολογική Διοίκηση να έχει τη δυνατότητα να διορθώσει ένα προφανές σφάλμα που έχει κάνει.
Η προτεινόμενη διάταξη επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να διορθώνει σφάλματά της, ακόμη και αν υπάρχει προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια που είναι εκκρεμής, διορθώνοντας ταχύτερα αδικίες που μπορεί να έχουν γίνει.
Προβλέπεται επίσης, ότι η προθεσμία για την ακύρωση πράξης που έχει προσβληθεί στα δικαστήρια και βρίσκεται σε εκκρεμοδικία λήγει ένα έτος μετά από τη λήξη της εκκρεμοδικίας, δηλαδή μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ενώ δεν εξετάζεται αν η πρόδηλη πλημμέλεια που αποτελεί τον λόγο ακύρωσης έχει προβληθεί στο πλαίσιο ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής.
Τέλος, προβλέπεται ότι εάν έχουν γίνει βεβαιώσεις ποσών εις βάρος των φορολογουμένων και έχουν καταβληθεί ποσά βάσει της εσφαλμένης πράξης της Φορολογικής Διοίκησης, αυτά δεν θεωρούνται παραγεγραμμένα εις βάρος του φορολογουμένου και επιστρέφονται.