Την πόρτα για αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας τους προσεχείς 12 με 18 μήνες άνοιξε η DBRS Morning Star καθώς αναβάθμισε τις προοπτικές σε θετικές, ενώ διατήρησε την το αξιόχρεο σε ΒΒΒ (χαμηλό).
Η Morningstar DBRS αλλάζει τις τάσεις της για την Ελληνική Δημοκρατία σε θετικές, επιβεβαιώνει τις αξιολογήσεις στο BBB (χαμηλό). Η κίνηση αυτή ανοίγει το δρόμο για πιθανή αναβάθμιση του αξιόχρεου εντός των επόμενων 12-18 μηνών.
Ο οίκος αναγνωρίζει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παραμένουν σε καλή πορεία, υπογραμμίζει την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, επισημαίνει την δέσμευση της κυβέρνησης σε συνετή δημοσιονομική πολιτική. Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η αξιολόγηση θα μπορούσε να υποβαθμιστεί μόνο σε περίπτωση αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων ή παρατεταμένης δημοσιονομικής χαλάρωσης που θα άλλαζε τη δυναμική της πορείας του χρέους προς το ΑΕΠ.
Η DBRS Ratings GmbH (Morningstar DBRS) άλλαξε τις προοπτικές των μακροπρόθεσμων αξιολογήσεων εκδότη σε ξένο και εγχώριο νόμισμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (Ελλάδα) σε θετικές από σταθερές και επιβεβαίωσε τις αξιολογήσεις στο BBB (χαμηλό). Ταυτόχρονα, η Morningstar DBRS άλλαξε τις τάσεις των βραχυπρόθεσμων αξιολογήσεων εκδότη σε ξένο και εγχώριο νόμισμα σε θετικές από σταθερές και επιβεβαίωσε τις αξιολογήσεις στο R-2 (μέσο).
Βασικές εκτιμήσεις αξιολόγησης πιστωτικού κινδύνου
Οι αλλαγές στις τάσεις αντανακλούν τις προσδοκίες της Morningstar DBRS για περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών στοιχείων του τραπεζικού συστήματος. Ο τραπεζικός τομέας αναμένεται να συνεχίσει να διατηρεί καλή κερδοφορία, να μειώνει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και να περιορίζει τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις. Οι υποχρεώσεις που σχετίζονται στενά με την κυβέρνηση έχουν επίσης μειωθεί, ως αποτέλεσμα της απόφασης της κυβέρνησης να πουλήσει ένα μεγάλο ποσό μετοχών σε συστημικές τράπεζες. Επιπλέον, τα υγιή και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υγιή ονομαστική ανάπτυξη, θα διευκολύνουν περαιτέρω τη σημαντική μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, που αναμένεται να πέσει κάτω από το 140% μέχρι το 2027, από 161,9% το 2023. Επιπλέον, η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλή πορεία, η οποία, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), θα αυξήσει το δυνητικό ΑΕΠ και θα καταστήσει την ανάπτυξη της χώρας πιο βιώσιμη. Από το 2021, η Ελλάδα ξεπερνά την ανάπτυξη του μέσου όρου της ευρωζώνης, και αυτό αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί πάνω από 2,0% τόσο το 2024 όσο και το 2025.
Οι πιστωτικές αξιολογήσεις BBB (χαμηλό) της Ελλάδας υποστηρίζονται από την ένταξή της στην ΕΕ και την ευρωζώνη, καθώς και από την εφαρμογή προηγούμενων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP ή Ελλάδα 2.0), το οποίο αναμένεται να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να βοηθήσει να μειωθεί το επενδυτικό κενό με τους ομότιμους της ευρωζώνης. Οι σημαντικοί πόροι της ΕΕ παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ υποστηρίζουν τις επενδύσεις με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος. Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, που αντικατοπτρίζεται στη γρήγορη βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που έχει αντιμετωπίσει η οικονομία από το 2020. Οι πιστωτικές αξιολογήσεις περιορίζονται από το ακόμη υψηλό δημόσιο χρέος, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Παράγοντες που οδήγησαν στην αξιολόγηση
Η Morningstar DBRS θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις πιστωτικές αξιολογήσεις εάν ένα ή συνδυασμός των ακόλουθων συμβεί: (1) περαιτέρω βελτίωση της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος, (2) συνέχιση της υγιούς δημοσιονομικής απόδοσης, που υποστηρίζεται από διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα και σημαντική μείωση του λόγου δημόσιου χρέους, ή (3) συνεχιζόμενη υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
Η Morningstar DBRS θα μπορούσε να αλλάξει τις τάσεις στις πιστωτικές αξιολογήσεις πίσω σε σταθερές εάν ο τραπεζικός τομέας αποτύχει να μειώσει τις αδυναμίες του, η προβλεπόμενη μείωση του λόγου δημόσιου χρέους δεν επιτευχθεί ουσιαστικά ή εάν οι προοπτικές ανάπτυξης υπολείπονται. Πιθανοί παράγοντες υποβάθμισης περιλαμβάνουν ένα ή συνδυασμό των εξής: (1) παρατεταμένη εξασθένηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει τον λόγο δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση, (2) αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Αιτιολογία αξιολόγησης
Περαιτέρω Μειώσεις των NPLs και Μείωση της Σχέσης με το Κράτος Μειώνουν τις Κληρονομικές Ευπάθειες
Έχει καταβληθεί σημαντική προσπάθεια για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της ποιότητας των δανείων, είναι πλέον πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν. Οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, πιο ρευστές και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με την υποστήριξη της αύξησης του καθαρού περιθωρίου επιτοκίου. Επιπλέον, η βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας μετά από μια βαθιά διαδικασία αναδιάρθρωσης, και η μείωση του πιστωτικού κόστους συνεπής με τη βελτίωση του προφίλ κινδύνου τους, ενίσχυσαν περαιτέρω τις ελληνικές τράπεζες. Οι πρόσφατοι κλυδωνισμοί, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και των υψηλών επιτοκίων, δεν εμπόδισαν τον συνολικό ακαθάριστο δείκτη NPL να συνεχίσει να μειώνεται. Βρισκόταν στο 7,5% το πρώτο τρίμηνο του 2024, μειωμένο κατά περισσότερες από 40 ποσοστιαίες μονάδες από την κορυφή του τον Ιούνιο του 2017. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του Σχήματος Προστασίας Ενεργητικού «Ηρακλής» (HAPS), το οποίο έχει επωφεληθεί από κρατική εγγύηση. Η επικείμενη συγχώνευση μεταξύ της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας, παρόλο που θα οδηγήσει σε ανακεφαλαιοποίηση ύψους περίπου 500 εκατ. ευρώ, θα βοηθήσει πιθανότατα τον δείκτη NPL του τραπεζικού συστήματος να μειωθεί περαιτέρω προς τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Με τη βελτίωση της υγείας του τραπεζικού συστήματος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) έχει προχωρήσει σε σημαντικές αποεπενδύσεις από τις συστημικές τράπεζες. Αυτό προσέλκυσε ιδιώτες επενδυτές, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να πουλήσει ένα μεγάλο μέρος των μεριδίων της σε συστημικές τράπεζες, κάτι που βοηθά στη μείωση του δεσμού με τις τράπεζες. Η Morningstar DBRS αναμένει περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του κεφαλαίου με τη συνεχιζόμενη μείωση της αναβαλλόμενης φορολογικής πίστωσης, η οποία, στο τέλος του 2023, αντιπροσώπευε το 44% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, μειωμένο κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022. Οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αντιστρέφοντας την πτωτική τάση δεκαετίας, αλλά το αυξημένο κόστος διαβίωσης και τα επιτόκια έχουν επιδεινώσει τις οικονομικές συνθήκες για τα νοικοκυριά. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερβολικού δανεισμού και μόχλευσης, και η Morningstar DBRS θεωρεί ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι περιορισμένοι αυτή τη στιγμή. Νέα μακροπροληπτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του ορίου στο ποσοστό δανείου προς αξία (LTV), που θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025, θα βοηθήσουν στη διατήρηση υγιών προτύπων δανεισμού.
Τα τελευταία χρόνια, η αύξηση των δανείων ήταν υποτονική, αλλά πρόσφατα βελτιώνεται, ιδίως για τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες. Η Morningstar DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των πόρων του RRF από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των NPLs, τοποθετούν τις τράπεζες σε καλή θέση για να παρέχουν περαιτέρω πίστωση στις ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο του RRF, η Ελλάδα θα αντλήσει δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 16,7 δισ. ευρώ θα διοχετευθούν μέσω των ελληνικών τραπεζών. Μέχρι στιγμής, μόνο 1,9 δισ. ευρώ έχουν διανεμηθεί σε επιχειρήσεις, αλλά είναι πιθανό να υπάρξει επιτάχυνση στο μέλλον. Η επίλυση των ιδιωτικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) που μεταφέρθηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και τώρα διαχειρίζονται οι εταιρείες διαχείρισης πιστώσεων (CSFs), παραμένει αδυναμία. Ωστόσο, η Morningstar DBRS αναμένει σταδιακή μείωση αυτών των NPEs με την πάροδο του χρόνου.
Δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, αλλά βρίσκεται σε απότομη πτωτική τροχιά: ευνοϊκή δομή και προορατική διαχείριση χρέους μετριάζουν τους κινδύνους
Ο λόγος δημόσιου χρέους της Ελλάδας αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, επωφελούμενος από την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα μέτρια επιτόκια και την υγιή, αν και επιβραδυνόμενη, ονομαστική ανάπτυξη. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 207,0% το 2020, προτού μειωθεί στο 161,9% το 2023, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010· περαιτέρω μειώσεις είναι πιθανές μεσοπρόθεσμα. Η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο λόγος δημόσιου χρέους θα συνεχίσει να μειώνεται στο 152,7% του ΑΕΠ φέτος, υποδηλώνοντας πτώση περίπου 54 ποσοστιαίων μονάδων σε μόλις τέσσερα χρόνια, μία από τις απότομες μειώσεις στη σύγχρονη εποχή.
Σύμφωνα με την Morningstar DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι εξαιρετικά ευνοϊκή, με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια μετά τις ανταλλαγές (swaps). Δεύτερον, η μέση σταθμισμένη λήξη του χρέους είναι πολύ υψηλή, αναμενόμενη να παραμείνει στα 19 χρόνια το 2024, ενώ περίπου το 70% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, κάτι που κάνει το χρέος λιγότερο ευάλωτο στη μεταβλητότητα της αγοράς. Τέλος, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (PDMA) έχει καταφέρει να υπερκαλύψει προσωρινά το χαρτοφυλάκιο του χρέους του, μετριάζοντας τον αντίκτυπο της αύξησης των επιτοκίων. Το 2024, το μέσο επιτόκιο στα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα χρέη αναμένεται να σταθεί στο 1,3%. Αυτοί οι παράγοντες ενισχύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, με τις αποδόσεις των 10ετών ελληνικών ομολόγων να παραμένουν ελαφρώς πάνω από 100 μονάδες βάσης σε σχέση με τα γερμανικά Bunds.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος επωφελείται επίσης από μια προορατική στρατηγική διαχείρισης του χρέους, με πρόωρες αποπληρωμές που έχουν μειώσει το βραχυπρόθεσμο χρέος και έχουν εξομαλύνει το προφίλ των αποπληρωμών. Για παράδειγμα, το PDMA εξόφλησε πλήρως τα δάνεια του ΔΝΤ και προπλήρωσε 2,6 δισ. ευρώ και 5,3 δισ. ευρώ του Ελληνικού Δανειακού Μηχανισμού (GLF loans) το 2022 και το 2023, αντίστοιχα. Το PDMA, που στοχεύει στη συνεχή μείωση του αποθέματος καθαρού δημόσιου χρέους, θα προπληρώσει πιθανότατα επιπλέον 8 δισ. ευρώ από τα δάνεια GLF το 2024, που αντιστοιχούν σε τρία έτη εξοφλήσεων του GLF. Αυτό θα βοηθήσει στη μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών και στη συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησης, αξιοποιώντας τη θετική θέση των παραγώγων στη σημερινή αγορά.
Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα, περίπου 34 δισ. ευρώ (15% του ΑΕΠ ή τριών ετών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών) στα μέσα του 2024, συνεχίζουν να λειτουργούν ως ένα αποθεματικό ρευστότητας και ενισχύουν την εμπιστοσύνη των συμμετεχόντων στην αγορά, μειώνοντας τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης και επιτοκίων. Αυτά τα αποθεματικά, σε συνδυασμό με την προορατική στρατηγική διαχείρισης του χρέους, με στόχο την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, μειώνουν σημαντικά τους κινδύνους αποπληρωμής, υποστηρίζοντας τη θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του τομέα Χρέους και Ρευστότητας. Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό προφίλ του χρέους, η Morningstar DBRS σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σε ισχυρούς ονομαστικούς ρυθμούς ανάπτυξης ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος που κατέχεται από τον επίσημο τομέα θα αντικατασταθεί με χρέος που χρηματοδοτείται από την αγορά, εκθέτοντας την Ελλάδα σε αυξημένη μεταβλητότητα της αγοράς.
Η οικονομία θα παραμείνει υποστηριζόμενη από επενδύσεις· Η επιτυχής υλοποίηση του RRP είναι το κλειδί για βιώσιμη ανάπτυξη
Η ελληνική οικονομία επεκτάθηκε κατά 2,0% το 2023, στηριζόμενη από ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, εξαγωγές και επενδυτική ανάπτυξη. Το 2024, η οικονομική δραστηριότητα της χώρας πιθανότατα θα συνεχίσει να υπερβαίνει τον μέσο όρο της ευρωζώνης, επωφελούμενη από τη χαλάρωση των χρηματοδοτικών συνθηκών, τη βελτίωση του εξωτερικού περιβάλλοντος και τη ροή των κονδυλίων της ΕΕ. Η πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ προβλέπεται να φτάσει το 2,2% φέτος και το 2,5% το 2025, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος