Με 17 συναλλαγές και 19,1 δισ. εγγυήσεων το πρόγραμμα Ηρακλής πέτυχε τον άθλο της εξυγίανσης των ισολογισμών των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών, εκ των οποίων ακόμη δεν έχουν αποπληρωθεί τα 16,9 δισ., σύμφωνα με ανάλυση της DBRS.
Από τον Δεκέμβριο του 2019 ο «Ηρακλής» διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, επιτρέποντας στους δείκτες NPL να φτάσουν σε μονοψήφια επίπεδα από τα ιστορικά υψηλά του 2017, επισημαίνει σε ανάλυσή της η DBRS Morningstar.
Επειδή το πρόγραμμα ευθυγραμμίζει το ενδιαφέρον διαφόρων συμμετεχόντων στην αγορά, η ζήτηση ήταν υψηλή. Συνολικά, έχουν πραγματοποιηθεί 17 συναλλαγές από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες μεταξύ του 4ου τριμήνου 2019 και του δεύτερου τριμήνου 2024, επισημαίνει.
Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, το συνολικό απόθεμα των NPEs που περιλαμβάνονται στον Ηρακλή ήταν 42,8 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2023. Όσον αφορά το χρέος που εγγυάται το ελληνικό δημόσιο, σύμφωνα με τα Δελτία Δημοσίου Χρέους του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, έχουν παρασχεθεί συνολικά περίπου 19,2 δισ. ευρώ κρατικών εγγυήσεων, με ανεξόφλητο υπόλοιπο περίπου 17 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Η μείωση κατά περίπου 2,2 δισ. ευρώ, ή 11,5% σε σχετικούς όρους, δείχνει ότι εκκρεμεί η ολοκλήρωση της πλειονότητας των επιχειρηματικών σχεδίων.
Από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, η Τράπεζα Πειραιώς είχε το υψηλότερο ποσό εγγυημένου χρέους από το ελληνικό δημόσιο με 6,2 δισ. ευρώ, ακολουθούμενη από την Alpha Bank με 5,5 δισ. ευρώ, ενώ τα εγγυημένα ποσά για τη Eurobank και την Εθνική ήταν 4 δισ. ευρώ και 3,5 ευρώ δισεκατομμύρια, αντίστοιχα.
Ο «Ηρακλής» υπήρξε ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τις τράπεζες, για τη βελτίωση των ισολογισμών τους, καθώς ήταν ο κύριος μοχλός για την επιστροφή των δεικτών σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια σε μονοψήφια επίπεδα. Ενώ τα δύο πρώτα προγράμματα «Ηρακλής» έγιναν για να ανακουφίσουν τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, η τρίτη επέκταση στοχεύει επίσης στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού μικρότερων τραπεζών, οι οποίες εξακολουθούν να έχουν σημαντικά κόκκινα δάνεια στα βιβλία τους.
Δεδομένου του ιδιωτικού χαρακτήρα των συναλλαγών, υπάρχει μικρή ορατότητα ως προς την απόδοσή τους μέχρι σήμερα, σημειώνει η τράπεζα. Ωστόσο, η απόσβεση του εγγυημένου χρέους καθώς και το απόθεμα των δανείων που εξυπηρετούνται από τους servicers δείχνουν ότι η πλειονότητα των επιχειρηματικών σχεδίων εκκρεμεί να υλοποιηθούν. Συνολικά, υπάρχουν εγγυήσεις για χρέος 19,2 δισεκατομμυρίων ευρώ σε 17 συναλλαγές, εκ των οποίων περίπου 17 δισεκατομμύρια ευρώ ήταν σε εκκρεμότητα τον Ιούνιο του 2024.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κύριος στόχος του προγράμματος «Ηρακλής» ήταν η ενίσχυση των εγχώριων τραπεζών μέσα από τη μείωση των NPEs, o «Ηρακλής ΙΙΙ» θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την τελευταία δόση του προγράμματος εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου. Δεδομένων των μεγάλων ποσών μη εξυπηρετούμενων δανείων που πρέπει να διευθετηθούν, τόσο από συστημικές τράπεζες όσο και από τις μικρότερες, η εστίαση μετατοπίζεται πλέον στην ικανότητα των servicers που έχουν τη διαχείριση να πετύχουν στον ρόλο τους.
Πλαίσιο του HAPS
Το πρόγραμμα συνοπτικά
Το HAPS ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2019 από το Υπουργείο Οικονομικών και Οικονομίας της Ελλάδας με σκοπό τη βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών και υιοθετήθηκε μέσω του νόμου 4649/2019 τον Δεκέμβριο του 2019. Το HAPS παρέχει εγγύηση από την ελληνική κυβέρνηση για τις ανώτερες σημειώσεις των τιτλοποιήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), υπό την προϋπόθεση ελάχιστης πιστοληπτικής αξιολόγησης από Εξωτερικό Φορέα Πιστοληπτικής Αξιολόγησης, και την πώληση συγκεκριμένου ποσοστού των κατώτερων και ενδιάμεσων σημειώσεων σε τρίτους επενδυτές ώστε να επιτευχθεί η λογιστική διαγραφή. Η εγγύηση εμπνεύστηκε από το ιταλικό πρόγραμμα Garanzia Cartolarizzazione Sofferenze (GACS), το οποίο εισήχθη το 2016, αν και ήταν ευρύτερης εμβέλειας με τη συμπερίληψη και επανεκτελεσμένων δανείων που είναι πιθανόν να μην εξυπηρετηθούν.
Το αρχικό πρόγραμμα HAPS (HAPS I) προέβλεπε εγγύηση ύψους έως 12 δισ. ευρώ και διήρκησε για 18 μήνες, με ελάχιστη πιστοληπτική απαίτηση αξιολόγησης BB (χαμηλό) (sf) ή ισοδύναμη αξιολόγηση από άλλους επιλέξιμους οργανισμούς. Τον Απρίλιο του 2021, το HAPS επεκτάθηκε κατά 18 μήνες έως τον Οκτώβριο του 2022 (HAPS II) με νέο προϋπολογισμό ύψους 12 δισ. ευρώ. Πρόσφατα, το HAPS επανεισήχθη τον Δεκέμβριο του 2023 (HAPS III) και αναμένεται να μειώσει περαιτέρω τα επίπεδα των NPLs στις ελληνικές τράπεζες, ιδιαίτερα μεταξύ των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων (LSIs).
Αποτελεσματικό εργαλείο
Ένας από τους βασικούς λόγους για τη μεγάλη ζήτηση του HAPS μέχρι τώρα είναι ότι ευθυγραμμίζει τα συμφέροντα των τραπεζών, των επενδυτών/κατόχων σημειώσεων, και των ρυθμιστικών αρχών/δημόσιων φορέων. Οι τράπεζες μπορούν να απαλλαγούν από προβληματικά στοιχεία ενεργητικού, απελευθερώνοντας πόρους που μπορούν να επικεντρωθούν στη χρηματοδότηση της οικονομίας, και η διατήρηση των ανώτερων σημειώσεων επιτρέπει στις τράπεζες να αντικαταστήσουν μια ασταθή πηγή εισοδήματος με μια πιο σταθερή, που δεν έχει απαιτήσεις κεφαλαιακής κάλυψης.
Από την πλευρά των επενδυτών, οι κάτοχοι των ανώτερων σημειώσεων επωφελούνται από την πρόσθετη προστασία που παρέχει η κυβερνητική εγγύηση, ενώ οι κάτοχοι των ενδιάμεσων σημειώσεων επωφελούνται μέσω της προτεραιότητας της απόδοσης τόκων έναντι της απόδοσης του κεφαλαίου των ανώτερων σημειώσεων, στην περίπτωση που δεν παραβιάζονται οι όροι υποβάθμισης της απόδοσης. Σημειώνουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει υποβάθμιση για τους πρώτους 24 μήνες από την παροχή της εγγύησης.
Από την πλευρά των ρυθμιστικών αρχών, η μείωση των NPLs στο τραπεζικό σύστημα αυξάνει την ικανότητα των τραπεζών να χρηματοδοτούν την οικονομία με πιο ανταγωνιστικούς όρους.
Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα αποσκοπεί στην ευθυγράμμιση των συμφερόντων των εμπλεκόμενων μερών μέσω μηχανισμών όπως η αναβολή των αμοιβών διαχείρισης και των τόκων των ενδιάμεσων σημειώσεων σε περίπτωση μη επίτευξης των επιχειρηματικών στόχων (διαφορά 20% ή περισσότερο) ή ακόμα και η αντικατάσταση του διαχειριστή (διαφορά 30% ή περισσότερο).
Μείωση μόχλευσης
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την εξέλιξη των δανείων, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) των ελληνικών τραπεζών σε ατομική βάση έφτασε στο μέγιστο επίπεδο το πρώτο τρίμηνο του 2017, στο 49,1% (103,8 δισ. ευρώ). Αν και ακολούθησε σταδιακή μείωση, μόνο μετά την εισαγωγή του HAPS το τέταρτο τρίμηνο του 2019 ο δείκτης NPL άρχισε να μειώνεται σημαντικά. Μεταξύ της κορύφωσης το 2017 και της εισαγωγής του προγράμματος, ο δείκτης NPL μειώθηκε κατά 8,5 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε 11 τρίμηνα. Αντιθέτως, κατά την ίδια περίοδο μετά την εισαγωγή του προγράμματος, ο δείκτης NPL μειώθηκε σε μονοψήφιο ποσοστό.
Ως το πρώτο τρίμηνο του 2024, ο δείκτης NPL ανήλθε στο 7,5% (11,1 δισ. ευρώ) και αναμένεται ότι με την επανεισαγωγή του HAPS III, αυτός ο δείκτης θα μειωθεί ακόμα περισσότερο και θα περιορίσει τη διαφορά με τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας του Απριλίου 2024 της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν φτάσει σε μονοψήφιους δείκτες NPL έως τα τέλη του 2023, με τις τρεις από αυτές να έχουν δείκτες κάτω του 5%, ενώ τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα (LSIs) εξακολουθούν να έχουν υψηλό δείκτη στο 37,6%.
Εξέλιξη των κρατικών εγγυήσεων του HAPS
Λόγω της ιδιωτικής φύσης των συναλλαγών του HAPS, οι δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες είναι περιορισμένες. Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, το συνολικό απόθεμα των NPLs που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα Ηρακλής ανέρχεται σε 42,8 δισ. ευρώ από τον Δεκέμβριο του 2023. Όσον αφορά το χρέος που έχει εγγυηθεί η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με τα Δελτία Δημόσιου Χρέους του Υπουργείου Οικονομικών, περίπου 19,2 δισ. ευρώ σε κρατικές εγγυήσεις έχουν παρασχεθεί, με υπόλοιπο περίπου 17,0 δισ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο του 2024. Η μείωση κατά περίπου 2,2 δισ. ευρώ (11,5% σε σχετικούς όρους) υποδεικνύει ότι το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρηματικών σχεδίων πρέπει ακόμη να ολοκληρωθεί.
Από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, η Τράπεζα Πειραιώς είχε το υψηλότερο ποσό ανώτερου χρέους που είχε εγγυηθεί η ελληνική κυβέρνηση με 6,2 δισ. ευρώ, ακολουθούμενη από την Alpha Bank με 5,5 δισ. ευρώ, ενώ τα εγγυημένα ποσά για την Eurobank και την Εθνική Τράπεζα ήταν 4,0 δισ. ευρώ και 3,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Εξέλιξη του χρέους που εγγυάται το κράτος μέσω του HAPS ανά χρηματοπιστωτικό ίδρυμα
Σύμφωνα με τα Δελτία Δημόσιου Χρέους του Υπουργείου Οικονομικών και τα δεδομένα της Morningstar DBRS, η Alpha Bank είχε 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε εγγυημένο χρέος, η Eurobank 4,0 δισεκατομμύρια ευρώ, η Εθνική Τράπεζα 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Το σύνολο των κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν μέσω του HAPS ανέρχεται σε περίπου 19,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, το συνολικό υπόλοιπο αυτών των εγγυήσεων μειώθηκε σε περίπου 17,0 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι τον Ιούνιο του 2024, αντιπροσωπεύοντας μια συνολική μείωση περίπου 11,5%.
Εξέλιξη του χρέους που εγγυάται το κράτος ανά συναλλαγή
Όσον αφορά την εξέλιξη της αποπληρωμής του χρέους, οι συναλλαγές με τη μεγαλύτερη απόσβεση ήταν η Cairo 3 της Eurobank, με αποπληρωμή 55,6% μετά από 16 τρίμηνα, η Galaxy IV της Alpha Bank με αποπληρωμή 33,4% μετά από 13 τρίμηνα, και η Sunrise II της Τράπεζας Πειραιώς με αποπληρωμή 20,5% μετά από 11 τρίμηνα.
Εξυπηρετητές πιστώσεων
Παρόλο που η ποιότητα του ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, το μεταφερόμενο χρέος εξακολουθεί να υπάρχει στην οικονομία και διαχειρίζεται από τις εταιρείες διαχείρισης πιστώσεων (CSFs). Σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, η διαχείριση των απαιτήσεων σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια που έχουν πωληθεί και μεταφερθεί από εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα ανατίθεται αποκλειστικά σε εγχώριες εταιρείες εξυπηρέτησης πιστώσεων (CSFs).
Η τελευταία τριμηνιαία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τα δάνεια που εξυπηρετούνται από τις CSFs δείχνει ότι η ονομαστική αξία των δανείων που εξυπηρετούνται ανέρχεται σε 70 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με 70,5 δισεκατομμύρια ευρώ πριν από έναν χρόνο.
Το τέλος του HAPS;
Το HAPS έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό εργαλείο για τις τράπεζες ώστε να βελτιώσουν τους ισολογισμούς τους, καθώς υπήρξε ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στην επιστροφή των δεικτών NPL σε μονοψήφια επίπεδα. Ενώ οι δύο πρώτες φάσεις του HAPS στόχευσαν στην ανακούφιση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, η τρίτη επέκταση αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των λιγότερο σημαντικών τραπεζών (LSIs), οι οποίες εξακολουθούν να έχουν σημαντικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα βιβλία τους.
Λόγω της ιδιωτικής φύσης των συναλλαγών HAPS, υπάρχει περιορισμένη ορατότητα όσον αφορά την απόδοσή τους μέχρι σήμερα. Ωστόσο, η αποπληρωμή του εγγυημένου χρέους, καθώς και το απόθεμα των δανείων που εξυπηρετούνται από τις CSFs, υποδεικνύουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρηματικών σχεδίων πρέπει ακόμη να επεξεργαστεί.