Η διατήρηση της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής, με την παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων δίνει στην Ελλάδα διαβατήριο για την αποφυγή νέας κρίσης χρέους, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Οι δείκτες του δημόσιου χρέους στην Ευρώπη αυξήθηκαν σημαντικά ως απάντηση στην πανδημία και τα ενεργειακά σοκ και παρέμειναν υψηλότεροι από ό,τι πριν από την πανδημία στις περισσότερες χώρες, επισημαίνει έκθεση του ΔΝΤ.
Η έκθεση, ωστόσο, εμπεριέχει μια αισιόδοξη πρόβλεψη για την Ελλάδα. Το χρέος της αναμένεται να υποχωρήσει στο 138,8% του ΑΕΠ το 2029 έναντι 168,8% του ΑΕΠ το 2023 χάρις στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που αναμένονται τα επόμενα χρόνια.
Αν αυτό συμβεί η χώρα θα χάσει την «πρωτιά» που κατέχει με βάση αυτό τον δείκτη. Θα την προσπεράσει η Ιταλία, η οποία αναμένεται να έχει χρέος 144,9% του ΑΕΠ το 2029, έναντι 137,3% την περασμένη χρονιά.
Ευρύτερα στην Ευρώπη, οι προβλεπόμενες τροχιές του δημόσιου χρέους είναι γενικά επίπεδες στα ισχυρά κράτη, αλλά έχουν αυξανόμενη τροχιά στην αναδυόμενη Ευρώπη. Οι ανάγκες για κρατική χρηματοδότηση εξακολουθούν να είναι αυξημένες και ο περιορισμός της ποσοτικής χαλάρωσης από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες διευρύνει τις χρηματοδοτικές πιέσεις.
Άμυνα και κλιματική αλλαγή πιέζουν…
Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές μεσοπρόθεσμες έως μακροπρόθεσμες πιέσεις σε ότι αφορά τις δαπάνες, από την άμυνα, την κλιματική μετάβαση και τη γήρανση πληθυσμού, οι οποίες δεν αντικατοπτρίζονται πλήρως στις προβλεπόμενες τροχιές του χρέος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κίνδυνος να μην σταθεροποιηθούν τα χρέη μεσοπρόθεσμα έχει αυξηθεί.
Η σταθεροποίηση του χρέους θα εξαρτηθεί από την επίτευξη φιλόδοξης δημοσιονομικής εξυγίανσης και διατηρήσιμης ανάπτυξης, σημειώνει το ΔΝΤ. Αντιμετωπίζοντας αυτούς τους αυξημένους κινδύνους, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να εφαρμόσουν προσεκτικά βαθμονομημένες δημοσιονομικές προσαρμογές που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους ενώ υποστηρίζουν την ανάπτυξη.