Σε υψηλό πολιτικό επίπεδο έχει περάσει η αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας με αφορμή τις έρευνες για την πόντιση καλωδίου ανοιχτά της Κάσου, καθώς η Άγκυρα υποστηρίζει ότι το ιταλικό πλοίο αποχώρησε υπαναχωρώντας και χωρίς να ολοκληρώσει τις έρευνες, ενώ η Αθήνα επιμένει ότι το σκάφος ερεύνησε και σε περιοχή εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων, την οποία η Τουρκία θεωρεί υφαλοκρηπίδα της.
Ο Ελληνας ΥΠΕΞ διαψεύδει όσα ανέφεραν νωρίτερα κάποια τουρκικά ΜΜΕ επικαλούμενα πηγές του τουρκικού υπουργείου Αμυνας αναφορικά με όσα έλαβαν χώρα νοτίως της Κάσου τα τελευταία 24ωρα.
Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, «δεν υπήρξε καμία απολύτως παραχώρηση (σ.σ. από την Ελλάδα) σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό». Αντιθέτως μάλιστα, «αναδείξαμε το ζήτημα ότι μπορούμε να κάνουμε έρευνες και εκτός των δικών μας χωρικών υδάτων, σε δική μας Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη».
Auditor’s note: Η δημιουργική ασάφεια του κ. Γεραπετρίτη
Η ελληνική εκδοχή, όμως, δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο έγιναν οι έρευνες εκτός ελληνικών χωρικών υδάτων και στην ΑΟΖ, ούτε αναφέρεται στην πρόωρη ολοκλήρωση των ερευνών. Το κενό ενημέρωσης αυτό μπορεί να υποκρύπτει ότι οι έρευνες στην περιοχή της ΑΟΖ, εκτός των 6 ν.μ. μπορεί να διεξήχθησαν με σονάρ, στο οποίο δεν θα αντιδρούσε η Τουρκία… Αντιθέτως, η Άγκυρα να αντιδρούσε σε έρευνες με πόντιση καλωδίων βυθού. Πρόκειται για λεπτές διαφορές, οι οποίες μπορούν να κάνουν τη διαφορά, τόσο διπλωματικά όσο και νομικά και να επιτρέψουν την κατά το δοκούν πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος.
Επίσης, η εκδοχή του κύριου Γεραπετρίτη δεν αναιρεί την εκδοχή της Άγκυρας για χορήγηση άδειας και από την Τουρκία. Αντιθέτως, εστιάζεται ελλειπτικά σε μια πτυχή, για την οποία δεν μπορεί να διαψευστεί νομικά, αλλά αποφεύγει να παρουσιάσει την ουσία…
Νωρίτερα, πηγές του τουρκικού ΥΠΑΜ είχαν υποστηρίξει κάτι πολύ διαφορετικό: ότι δηλαδή οι εργασίες του υπό ιταλική σημαία πλοίου R/V IEVOLI RELLUME ολοκληρώθηκαν μεν στις περιοχές νοτίως της Κάσου αλλά «με την άδεια της τουρκικής πλευράς» η οποία «επέτρεψε» αυτές οι έρευνες να λάβουν χώρα σε περιοχές «τουρκικής δικαιοδοσίας».
Η Αγκυρα, απαντώντας σε NAVTEX από ελληνικό σταθμό για έρευνα σε περιοχή νοτιοανατολικά της Κάσου, εκτός των 6 ν.μ. που ορίζονται τα χωρικά ύδατα, στέλνοντας πέντε πολεμικά σκάφη. Η Αθήνα, έστειλε στην περιοχή μια φρεγάτα και μια κανονιοφόρο. Εν τέλει μετά από διπλωματικό Μαραθώνιο, η κρίση έδειξε να αποκλιμακώνεται την Τρίτη το βράδυ, όταν το ιταλικό ερευνητικό σκάφος IEVOLI RELLUME διέκοψε τις εργασίες του. Την Τετάρτη το πρωί το ερευνητικό σκάφος αποχώρησε από την περιοχή συνοδευόμενο από την ελληνική κανονιοφόρο, ενώ ακολούθως αποχώρησαν τα τουρκικά πολεμικά και η ελληνική φρεγάτα.
Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης
Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό Real FM σήμερα, ο Γιώργος Γεραπετρίτης ανέφερε συγκεκριμένα: «Η αλήθεια σε ό,τι αφορά το συμβάν της Κάσου είναι η ακόλουθη. Η Ελλάδα έχει να εκπονήσει ένα έργο το οποίο έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση και είναι η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου […] Αυτό λοιπόν το έργο περιλαμβάνει ένα στάδιο ερευνητικό και στη συνέχεια είναι η πόντιση του καλωδίου. Για την έρευνα απαιτείτο να υπάρξει ένα σχέδιο από την πλευρά του ιταλικού πλοίου και των αναδόχων του έργου […] Ο ΑΔΜΗΕ έχει αναλάβει το έργο. Εκπονήθηκε πράγματι μια στρατηγική. Η έρευνα ολοκληρώθηκε απολύτως με βάση τον σχεδιασμό. Δηλαδή δεν υπήρξε καμία απολύτως παραχώρηση σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό. Η έρευνα έλαβε χώρα όχι μόνο στα χωρικά μας ύδατα, αλλά και στα διεθνή ύδατα της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Και άρα αυτή τη στιγμή εκείνο το οποίο συνέβη είναι ότι εμείς αναδείξαμε το ζήτημα ότι μπορούμε να κάνουμε έρευνες και εκτός των δικών μας χωρικών υδάτων, σε δική μας Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη».
Αναφερόμενος στην Τουρκία, ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας ανέφερε συγκεκριμένα: «Η Τουρκία θεωρεί ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου επί τη βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο τουρκολιβυκό μνημόνιο –το προ τετραετίας τουρκολιβυκό μνημόνιο– είναι άκυρο και ανυπόστατο νομικά. Δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, πλην όμως η ίδια η Τουρκία θεωρεί ότι αποτελεί τη βάση της πολιτικής της. Αρα, εξ αυτού του λόγου θεωρεί ότι έλκει δικαιώματα και θέλησε να δώσει το μήνυμα ότι στο πεδίο αυτό δεν μπορούν να γίνονται οι οποιεσδήποτε έρευνες από την πλευρά Ελλάδας και Κύπρου. Σε αυτό εμείς είμαστε ανυποχώρητοι. Δηλώσαμε ότι οι έρευνες θα συνεχιστούν και θα ολοκληρωθούν. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Θέλω να σας θυμίσω ότι σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν είχαμε έρθει στα όρια της πολεμικής σύγκρουσης. Υπήρχε μια πάρα πολύ μεγάλη ένταση, μια κρίση η οποία οδήγησε τους δύο στόλους να βρεθούν στο σύνολό τους στα νερά του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η ελληνική εκδοχή της κρίσης
Σύμφωνα με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη, “στην προκειμένη περίπτωση, τι συνέβη; Μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες υπήρξε απόλυτη αποσυμπίεση. Δεν υπήρξε σε καμία φάση αυτού του εικοσιτετραώρου οποιαδήποτε περίπτωση δημιουργίας κρίσης. Δεν ήρθαν ποτέ κοντά τα πλοία τα οποία επιτηρούσαν. Δεν υπήρξε κίνδυνος θερμού επεισοδίου. Και στο τέλος της ημέρας ολοκληρώθηκε η έρευνα. Αν μου επιτρέπετε, όχι μόνο δεν είναι υποχωρητική στάση αυτή, αλλά είναι το ακριβώς αντίθετο. Παρήχθη απολύτως το ωφέλιμο αποτέλεσμα, το οποίο έγινε σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό της αναδόχου εταιρείας. Και επιπλέον κάναμε τη δήλωσή μας ότι πρόκειται για δική μας Αποκλειστική Ζώνη».
Γεραπετρίτης: Δεν υπήρξε ένταση, κάναμε τις έρευνες
Συνεχίζοντας, ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε, ωστόσο, ότι «κυκλοφορούν ψεύδη, τα οποία δηλητηριάζουν την κοινή γνώμη». «Αυτό το οποίο συνέβη στην περίπτωση της Κάσου», συνέχισε ο ΥΠΕΞ, ήταν ότι «μία μερίδα δημοσιογραφίας θέλησε συνειδητά να παραπλανήσει την ελληνική γνώμη. Λέγοντας τι; Λέγοντας ότι το πλοίο αποχώρησε χωρίς να κάνει την έρευνα, ότι υπήρξε απειλή εκ μέρους της Τουρκίας και ότι η Ελλάδα υπαναχώρησε. Και στα τρία αυτά σημειώνονται ακατάσχετα ψεύδη. Διότι η έρευνα ολοκληρώθηκε. Διότι ποτέ δεν υπήρχε ένταση. Και διότι όλοι γνωρίζουν ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια φάση όπου μπορούμε να υποστηρίζουμε ωφέλιμα και αποτελεσματικά όλα τα δικαιώματά μας».