Υψηλή ανάπτυξη, αλλά και πολλά σημεία ανησυχίας στην Ελλάδα εντοπίζει ανάλυση της Wood & Company, η οποία επισημαίνει ότι δεν υπάρχει ικανή διάχυση του αναπτυξιακού μερίσματος, οι φωτιές ΄πλήγωσαν πέρυσι την οικονομία και οι κίνδυνοι τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο έχουν αυξηθεί.
Περίοδο υψηλής ανάπτυξης για την οικονομία, χωρίς όμως να μεταφράζεται σε αντίστοιχα κέρδη στην αγοραστική ισχύ των πολιτών και σε στενότητα στην αγορά εργασίας προβλέπει η Wood & Company για την Ελλάδα, καταδεικνύοντας έτσι τη διεύρυνση του φάσματος της ανισορροπίας.
H Wood & Company επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει βγει από τη μακρά οικονομική περίοδο προσαρμογής που προκλήθηκε από τη δημοσιονομική κρίση του 2010.
Εκτιμά αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε περίπου 3%, υποστηριζόμενο από τη βελτίωση των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα και την ευνοϊκή χρηματοοικονομική θέση του δημόσιου τομέα, η οποία κρατά το κόστος δανεισμού σε μέτρια επίπεδα.
«Η πρόβλεψή μας για 2,8% για το 2024 έχει 0,5 ποσοστιαίες μονάδες καθοδικού κινδύνου, κατά την άποψή μας, ωστόσο, δεδομένου του πόσο σημαντικός είναι ο τουρισμός για την Ελλάδα, εμείς επιλέγουμε να περιμένουμε, για να παρακολουθήσουμε τα εισερχόμενα στοιχεία για τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, πριν προσαρμόσουμε τις προβλέψεις μας.
Για το 2025, η πρόβλεψή μας είναι στο 3% και κινούμαστε αρκετά υψηλότερα από το τρέχον consensus για την Ελλάδα», εξηγεί η Wood.
Υπολείπεται το κατά κεφαλήν ΑΕΠ
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 20.920 ευρώ το 2023, σύμφωνα με τη Eurostat, αυξημένο κατά 7% σε σχέση με το 2022. Τούτου λεχθέντος, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι 2% κάτω από αυτό που ήταν το 2009. Το ποσοστό φτώχειας διαμορφώθηκε στο 26,1% το 2023, μειούμενο αργά, από 32,4% το 2015.
Θετικές ενδείξεις από εξαγωγές
Το μερίδιο των εξαγωγών βρισκόταν στο 38,1% το πρώτο τρίμηνο (σε πραγματικούς όρους) και κινείται πλάγια τα τελευταία χρόνια, αλλά έχει βελτιωθεί αισθητά από το 24% του ΑΕΠ το 2010.
Το 2024, η οικονομία επωφελείται από τη διάθεση των κονδυλίων της ΕΕ, τις ζωηρές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και την ομαλοποίηση της πιστωτικής δραστηριότητας για τις επιχειρήσεις, αλλά το έτος αυτό παραμένει, από ορισμένες απόψεις, ένα μεταβατικό έτος.
Οι καταθέσεις των επιχειρήσεων αυξάνονται αλλά με χαμηλό μονοψήφιο ρυθμό. Ο δανεισμός προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις είναι ζωηρός, αλλά ο δανεισμός προς τα νοικοκυριά εξακολουθεί να συρρικνώνεται, αν και λιγότερο έντονα από ό,τι τα προηγούμενα έτη.
Οι έρευνες για τα νοικοκυριά αναφέρουν υψηλό αντιληπτό και επίμονο πληθωρισμό, ο οποίος συνεπάγεται περιορισμένη αγοραστική δύναμη, δεδομένου ότι η πλειονότητα των μισθολογικών συμβάσεων συνάπτεται χωρίς αύξηση των μισθών, αφήνοντας τα νοικοκυριά με κέρδη εισοδήματος που προέρχονται από υπερωρίες, μπόνους ή αλλαγές θέσεων εργασίας.
Υποτονική η αγορά εργασίας
Η διάθεση για προσλήψεις αμβλύνθηκε τον Ιούνιο, αν και το κλίμα στον επιχειρηματικό τομέα βελτιώθηκε. Το ποσοστό ανεργίας αγωνίζεται να μειωθεί περαιτέρω σε σταθερή βάση, γεγονός που σημαίνει ότι η αγορά εργασίας είναι ευνοϊκή, αλλά όχι ακόμη πραγματικά ισχυρή, κατά την άποψη της Wood.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι μέσες τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν κατά 10,4% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο, από 13,8% κατά μέσο όρο πέρυσι και 11,9% σε ετήσια βάση το 2022. Ο τουρισμός φαίνεται να είναι ισχυρός, με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος να δείχνουν ότι οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 22% μέχρι τον Απρίλιο σε σχέση με πέρυσι και ανεπίσημα στοιχεία δείχνουν ότι επιταχύνεται περαιτέρω το καλοκαίρι.
Κίνδυνος για την οικονομία οι φωτιές
Παράλληλα, οι αναφορές για πυρκαγιές έχουν επιστρέψει φέτος. Πέρυσι, εκτεταμένες πυρκαγιές και μια σημαντική πλημμύρα τον Σεπτέμβριο επηρέασαν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα, και υπάρχει κάποιος κίνδυνος να συμβεί και φέτος. Συνολικά, οι δείκτες της έρευνας έχουν σηματοδοτήσει ότι η οικονομία παραμένει στάσιμη στην αρχή του έτους, αλλά έκτοτε επιταχύνεται.
Κάτω από τον πήχη η ΝΔ
Oι ευρωεκλογές προκάλεσαν ορισμένες ανησυχίες σε τοπικό επίπεδο, δεδομένου ότι οι επιδόσεις του κυβερνώντος κόμματος, της Νέας Δημοκρατίας, ήταν κατώτερες των προσδοκιών, κερδίζοντας μόνο 28,3%, σε σύγκριση με τις δημοσκοπήσεις που έκαναν λόγο για υποστήριξη 32% με 34%. Επίσης, τρία ακροδεξιά κόμματα έλαβαν σημαντική υποστήριξη.
«Τα αποτελέσματα αυτά, κατά την άποψή μας, δεν δηλώνουν κάποια επικείμενη αλλαγή στο πολιτικό τοπίο: τα φτωχά αποτελέσματα για τη Νέα Δημοκρατία είναι εν μέρει η γνήσια άποψη του εκλογικού σώματος, καθώς οι μισθολογικές συμβάσεις συνεχίζουν να δείχνουν στασιμότητα των μισθών για την πλειονότητα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, και οφείλεται εν μέρει στις θερμοκρασίες του Σαββατοκύριακου των εκλογών που ήταν υψηλές, με αποτέλεσμα η συμμετοχή των ψηφοφόρων να είναι χαμηλή», αναφέρει η Wood.
«Επιπλέον, οι επιδόσεις της ακροδεξιάς θα πρέπει να μην αποτελούν πλήρη έκπληξη, δεδομένου ότι το κόμμα της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα κατέλαβε αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος για πολλά χρόνια και όταν διαλύθηκε, ήταν αναπόφευκτο ότι κάποια άλλη εκπροσώπηση θα αναδυόταν. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν ότι το ποσοστό αποδοχής της ΝΔ έχει αυξηθεί έκτοτε, στο 30,4% στην τελευταία διαθέσιμη δημοσκόπηση, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο 12,9%, το ΚΚΕ στο 9,9% και τα μικρότερα αριστερά κόμματα είναι σταθερά. Το ΜέΡΑ25 βρίσκεται σήμερα σε δημοσκόπηση στο 3,2%, αυξημένο από 2,5% κατά τη διάρκεια των ευρωεκλογών του Ιουνίου».