Μπορεί επισήμως ο αναβαλλόμενος φόρος (DTC) των τραπεζών να επανέρχεται στο προσκήνιο από καιρό εις καιρό, είτε από αναλύσεις οίκων, είτε από δηλώσεις εποπτών, στην πραγματικότητα όμως η διερεύνηση του θέματος έχει δείξει πολύ χαμηλό ενδιαφέρον για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση.
Τα DTC’s μπορεί να αποτελούν μεγάλο μέρος των κεφαλαίων που διαθέτουν οι ελληνικές -και όχι μόνο- τράπεζες, υπονομεύοντας εν μέρει την ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων, όμως η δυναμική βελτίωσης του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας ενισχύει ταυτόχρονα και την διαβάθμιση του του παθητικού των τραπεζών και συνεπώς, σε αυτή τη φάση το πρόβλημα περιορίζεται.
Επίσης, όπως προκύπτει τόσο από το Conference Call της Autonomous, όπου μίλησαν στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και από καλά πληροφορημένες τραπεζικές πηγές με τις οποίες ήρθε σε επαφή το Crisis Monitor, η διάθεση για αντικατάσταση των DTC είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αυτό συμβαίνει αφενός οι τραπεζίτες θέλουν να διαχειριστούν ενεργητικά τη ρευστότητα και οι μέτοχοι επιδιώκουν αποδώσεις. Και αφετέρου γιατί οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης των DTC’s θα σήμαινε εγγραφή στο χρέος, προοπτική η οποία αγχώνει την κυβέρνηση.
«Τα βασικά συμπεράσματα της συζήτησης είναι ότι τα DTCs και τα μερίσματα είναι θέματα που δεν συνδέονται άμεσα και τα σχόλια είναι αρκετά υποστηρικτικά για την επενδυτική υπόθεση των ελληνικών τραπεζών. Αυτό, βέβαια, πρέπει να συνοδεύεται από την επιφύλαξη ότι η ΤτΕ δεν είναι αρμόδια αρχή για την εποπτεία των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ότι τον τελικό λόγο για τα μερίσματα των ελληνικών τραπεζών έχει ο SSM που είναι αρμόδια αρχή», αναφέρει o Kemeny της Autonomous.
Το κλίμα πάντως αυτό επικρατεί και μεταξύ άλλων τραπεζικών πηγών με τις οποίες συνομίλησε το Crisis Monitor. Οι επόπτες δεν φαίνεται να ανησυχούν τόσο για την ποιότητα των κεφαλαίων, όσο για την διαχείριση του κινδύνου και τη βιωσιμότητα των business plan των τραπεζών.
«Συνολικά, βρήκαμε τη συζήτηση καθησυχαστική, ιδίως το ότι οι πληρωμές μερισμάτων είναι κυρίως αποφάσεις που λαμβάνονται από τη διοίκηση, ότι δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ των επιπέδων DTCs και των μερισμάτων και ότι το βήτα των καταθέσεων είναι διαρθρωτικά χαμηλό.
Eurobank και Εθνική έχουν ισχυρές προοπτικές
Η πρόσφατη εργασία μας σχετικά με τα DTCs μας άφησε μια κοινή άποψη για τις προοπτικές των μερισμάτων των ελληνικών τραπεζών. Βλέπουμε μια πειστική επενδυτική περίπτωση για την Εθνική Τράπεζα και τη Eurobank (συστάσεις υπεραπόδοσης) δεδομένου του πεδίου για εκπλήξεις στα κέρδη με βάση το περιθώριο κέρδους και την προσαύξηση της εξαγοράς της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank», εξηγεί ο Kemeny.
Αποσυνδέουν μερίσματα – DTC
Αναφορικά με τα μερίσματα, ο κ. Τσικριπής, Διευθυντής Χρηματοοικονομικής Εποπτείας στην Τράπεζα της Ελλάδος, δεν υποθέτει άμεση σχέση μεταξύ των μερισμάτων και της παρουσίας αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στο κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών.
Ο ίδιος ανέφερε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει μιλήσει έντονα για την επίλυση του ζητήματος των DTCs. Η ισχύουσα ρύθμιση προβλέπει τη γραμμική απόσβεση των DTCs μέχρι το 2040 περίπου, κάτι που θεωρεί ότι συνάδει με τα σχέδια των τραπεζών για αύξηση των μερισμάτων τους προς τον μέσο όρο του κλάδου (περίπου 50%). Υπονοεί όμως ότι οι ρυθμιστικές αρχές θα υποστήριζαν μια ταχύτερη εξάντληση των DTCs και αυτό είναι κάτι που επιτρέπει ο CRR.
Δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό αυτό θα διευκόλυνε την ΕΚΤ να εγκρίνει υψηλότερες πληρωμές μερισμάτων, κάτι που ο κ. Τσικριπής υποθέτει ότι είναι μια επιχειρηματική απόφαση που πρέπει να λάβουν οι διοικήσεις των τραπεζών στο τέλος της ημέρας. Ο κ. Τσικριπής δεν βλέπει σημαντικές διαφορές μεταξύ των προφίλ κινδύνου των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών από ρυθμιστική άποψη, λέγοντας ότι όλες θα πρέπει να βρίσκονται σε σημαντική πλεονάζουσα κεφαλαιακή θέση μέχρι το τέλος του τρέχοντος ορίζοντα προγραμματισμού τους το 2026.
Γκρίζες ζώνες
Ειδικότερα, όσον αφορά τη μετατροπή του DTC, ο κ. Τσικριπής επιβεβαίωσε ότι τα DTCs λαμβάνουν πλήρη πίστωση στα εποπτικά κεφάλαια. Δεν βλέπει ζητήματα γύρω από τη μετατρεψιμότητα των DTCs να επηρεάζουν αυτή την κανονιστική αξιολόγηση, αν και σημείωσε ότι η θέση της ΕΚΤ δεν είναι πλήρως ξεκάθαρη σε ένα υποθετικό σενάριο μιας παράκαμψης της μετατροπής, σε περίπτωση που οι τράπεζες γίνουν και πάλι ζημιογόνες. Οι ζημιές όμως είναι πολύ απίθανες, κατά την άποψή του, δεδομένης της ισχυρής κερδοφορίας του τομέα πριν από τις προβλέψεις.
Αν οι τράπεζες ήταν και πάλι σε προβληματική θέση με ζημιές, η μετατροπή θα εξαρτιόταν από το αν νέες εταιρικές δομές όπως οι προηγούμενες “hive-down” θα εφαρμόζονταν και πάλι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συστημικές τράπεζες, πλην Εθνικής Τράπεζας, μετέφεραν την τραπεζική δραστηριότητα σε νέα επιχειρηματική οντότητα και διατήρησαν τα επισφαλή περιουσιακά στοιχεία σε μια εταιρεία συμμετοχών, με αποτέλεσμα οι ζημιές στην τράπεζα να μην ενεργοποιούν τη μετατροπή.
Ως παράδειγμα για τη μετατροπή που όντως συμβαίνει, η Attica Bank είχε μετατρέψει τα DTCs της σε μετοχές τα τελευταία χρόνια, αυξάνοντας το ποσοστό του ΤΧΣ στο 72,5%, ενώ ο κ. Τσικριπής διευκρίνισε ότι δεν υπάρχει θέμα κρατικών ενισχύσεων γύρω από τη μετατροπή και η δομή έχει εκκαθαριστεί με το Τμήμα Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp).
Υψηλότερα εποπτικά κεφάλαια το 2026…
Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι οι τρέχουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι επαρκείς για τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένου ενός ελαφρώς διαφοροποιημένου αποθέματος ασφαλείας O-SII που είναι 1,25% στη Eurobank λόγω της παρουσίας της στο εξωτερικό και 1% στις υπόλοιπες.
Ακολουθώντας παρόμοιες κινήσεις σε όλη την Ευρώπη, η ΤτΕ θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο αύξησης του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από μηδέν σήμερα, ενδεχομένως το 2026. Ο κ. Τσικριπής πιστεύει ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε καλό δρόμο για την εκπλήρωση των απαιτήσεων MREL, όπου η προθεσμία για τους τελικούς στόχους είναι το τέλος του 2025.