Μπορεί στην πλειονότητα των ανθρώπων, ακόμη και των επιχειρηματιών της λιανικής να έκανε εντύπωση η υπόθεση των H&M, όπου η μη-διαβίβαση ηλεκτρονικών στοιχείων στην ΑΑΔΕ να οδήγησε σε διοικητικά μέτρα, στην πραγματικότητα όμως, η υπόθεση είναι αρκετά διαφορετική απ΄ όσο φαίνεται σε πρώτη ανάλυση.
Η ΑΑΔΕ, αν και γνώριζε από την πρώτη μέρα ότι το κατάστημα των H&M στο Σύνταγμα δεν διαβίβαζε αποδείξεις ηλεκτρονικά από την πρώτη ημέρα, δεν πραγματοποίησε έλεγχο, ούτε επικοινωνία με την εταιρία για… έξι μήνες. Μάλιστα, ούτε μετά από την υποβολή των μηνιαίων δηλώσεων ΦΠΑ, οι οποίες ήταν πλήρεις και δεν αντιστοιχούσαν με την άδεια βάση στο Mydata.
Συνεπώς, δεν πρόκειται για υπόθεση φοροδιαφυγής, ή φοροαποφυγής, αλλά για τεχνικό ζήτημα, καθώς η εταιρία υπέβαλε ορθές δηλώσεις ΦΠΑ, χωρίς να αποκρύπτει φορολογητέα ύλη. Το ζήτημα εστιάζεται στη μη-διαβίβαση στοιχείων στο ηλεκτρονικό σύστημα Mydata από το ηλεκτρονικό σύστημα τιμολόγησης της εταιρίας. Αυτό προκύπτει από το χαμηλό ύψος του προστίμου που τελικά επιβλήθηκε, καθώς η παράβαση δεν εμπίπτει στην φοροδιαφυγή, αλλά στην ελλιπή συμμόρφωση με το κανονιστικό πλαίσιο.
Παράγοντες της αγοράς, αναφέρουν στο Crisis Monitor, ότι τέτοια περιστατικά δεν είναι ασυνήθιστα. Ενδεχομένως να προκαλεί εντύπωση η χρονική περίοδος που είχε διακοπή η σύνδεση, αλλά αυτό μπορούσε να ελεγχθεί είτε από την εταιρία, είτε από την ΑΑΔΕ εγκαίρως. Η H&M, όντας πολυεθνική, χρησιμοποιεί στην Ελλάδα λογιστικά προγράμματα και βάσεις δεδομένων που επιλέγει η μητρική της εταιρία κεντρικά και -όπως συμβαίνει και με άλλες πολυεθνικές- δεν έχουν την απαιτούμενη διαλειτουργικότητα. Το κενό που δημιουργείται καλύπτεται με διάφορους τρόπους, είτε την κατασκευή γέφυρας με άλλο λογισμικό το οποίο διαχειρίζεται τα ταμεία και την αποστολή στοιχείων στην ΑΑΔΕ, είτε την άμεση δημιουργία γέφυρας μεταξύ του ERP της εταιρίας και της ΑΑΔΕ. Συνήθως επιλέγεται η πρώτη λύση, καθώς τα ERP όπως της SAP είναι αρκετά εσωστρεφή και δεν μοιράζονται εύκολα δεδομένα, κυρίως για λόγους ασφάλειας της διαδικασίας.
Τα προβλήματα της H&M
Το πρόβλημα της H&M είναι όμως βαθύτερο. Η εταιρία αν και εξέδωσε τελικά ανακοίνωση, δεν κατάφερε να εξηγήσει την κατάσταση, αντιθέτως την περιέπλεξε. Η αδυναμία να περιγραφεί η κατάσταση μπορεί να είναι ευθύνη της διοίκησης, του νομικού συμβούλου, της εταιρίας δημοσίων σχέσεων ή της μητρικής, που ενδεχομένως παρενέβη για διαχείριση της κρίσης.
Έτσι, η εταιρία υπέστη δύο δημόσια πλήγματα στην επωνυμία της: Το πρώτο από τη σφράγιση του καταστήματος Συντάγματος από την ΑΑΔΕ και το δεύτερο από την κάκιστη διαχείριση της κρίσης.
Tο φιάσκο της ΑΑΔΕ
Αν και η ΑΑΔΕ διαθέτει σύστημα Realtime πληροφόρησης για την εικόνα όλων -και ιδιαίτερα των μεγάλων- επιχειρήσεων, εν τούτοις δεν ενήργησε εγκαίρως, αλλά μετά από έξι μήνες.
Αν και στην ανακοίνωση της ΑΑΔΕ δεν αναφέρεται ότι η H&M είχε φορολογικές παραβάσεις, εν τούτοις δεν διευκρινίζεται τί ακριβώς συνέβη, ενώ γίνεται προσπάθεια να δοθεί διάσταση στενού ελέγχου των πολυεθνικών, κάτι που όμως δεν ισχύει.
Αν κάτι πιστοποιεί η έρευνα είναι το αντίθετο: Ότι η ΑΑΔΕ δεν παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τις επιχειρήσεις, τα συστήματά της δεν έχουν την απαιτούμενη διαλειτουργικότητα και δεν συνεργάζεται με τους φορολογούμενους, αλλά επιλέγει πρακτικές που στόχο έχουν να καλύψουν το λειτουργικό της έλλειμμα αντιμεταθέτοντας τις διοικητικές ευθύνες…
Τέτοιες πρακτικές, προκαλούν αχρείαστη βλάβη στη φήμη μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ η αποκωδικοποίηση του συμβάντος στέλνει σήματα αφιλόξενου επενδυτικού περιβάλλοντος στους ξένους επενδυτές, προκαλώντας βλάβη στη φήμη της χώρας και υπονομεύοντας τις προσπάθειες για προσέλκυση επενδύσεων.