Στο στόχαστρο του Bloomberg βρέθηκαν εμβληματικές δυτικές εταιρίες, μεταξύ των οποίων και η ελληνικών συμφερόντων -με έδρα το Λονδίνο Coca Cola HBC, που συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία, παρά τις αρχικές διακηρύξεις για την έξοδο τους και ενώ ΗΠΑ και ΕΕ σκληραίνουν διαρκώς τις κυρώσεις προσπαθώντας να γονατίσουν τον Βλάντιμιρ Πούτιν.
Το δημοσίευμα του Bloomberg εστιάζει ιδιαίτερα στην Coca Cola, τις δεσμεύσεις που δεν τήρησε και την επιμονή της στη ρωσική αγορά, μέσω της συνεργασίας της με την ελληνικών συμφερόντων, με έδρα το Λονδίνο HBC. Βασικός μέτοχος της HBC είναι η οικογένεια Δαυίδ..
Ειδικότερα, όπως αναφέρει το δημοσίευμα Η μητρική Coca Cola Inc ελέγχει το 21% της εισηγμένης στο Λονδίνο Coca-Cola HBC, η οποία ταυτόχρονα είναι εισηγμένη και στην Ελλάδα και αποτελεί εταιρία του ομίλου Δαυίδ. Υπ’ αυτό το πρίσμα το Bloomberg στοχεύει κυρίως την αμερικανική μητρική εταιρία, αλλά δείχνει ξεκάθαρα και την ελληνική που συνεχίζει να λειτουργία έμμεσα και άμεσα στη Ρωσία. Στο σχετικό δημοσίευμα περιλαμβάνονται και άλλες εταιρίες όπως η Danone, αλλά με λιγότερο εκτενείς αναφορές…
Η αναλυτική περιγραφή του τρόπου με τον οποίο τόσο η Coca Cola, όσο και άλλες εταιρίες συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία αποτελεί σαφές μήνυμα κλιμάκωσης των πιέσεων. Καθώς όμως η Coca Cola στην Ατλάντα έχει πετάξει μπαλάκι στην ελληνική εταιρία, η διαχείρισης της κρίσης φήμης, εξαιτίας του δημοσιεύματος του bloomberg αποτελεί ζήτημα που θα διαχειριστεί η οικογένεια Δαυίδ…
Το δημοσίευμα
Μετά την εισβολή των στρατευμάτων του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η Coca-Cola Co. ήταν από τις πρώτες πολυεθνικές που υποσχέθηκαν να αποχωρήσουν από τη Ρωσία σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αναφέρει το Bloomberg. Προκειμένου να αποφύγει τους αναπόφευκτους πονοκεφάλους συμμόρφωσης με τις αναμενόμενες δυτικές κυρώσεις κατά του Κρεμλίνου, η Coca-Cola ζήτησε από τους συνεργάτες της εκεί να αποσύρουν τα κουτιά και τα μπουκάλια της από τα καταστήματα, να σταματήσουν και να διακόψουν την παραγωγή των ποτών της.
Παρ’ όλα αυτά, δύο χρόνια αργότερα, όπως σημειώνει το δημοσίευμα του Bloomberg, το χαρακτηριστικό κόκκινο λογότυπο της Coca-Cola είναι ακόμα εύκολο να βρεθεί σε σούπερ μάρκετ και εστιατόρια σε ολόκληρη τη Ρωσία. Αν μάλιστα συμπεριληφθεί και το νέο αναψυκτικό με την ονομασία Dobry Cola—που πωλείται σε κουτιά με μια αξιοσημείωτα οικεία κόκκινη απόχρωση και γεύση που λίγοι θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν από το πρωτότυπο— η Coca-Cola σύμφωνα με κάποιες μετρήσεις παραμένει ο κορυφαίος παραγωγός αναψυκτικών στη Ρωσία.
Πως έστησαν το προπέτασμα καπνού
Αυτό συμβαίνει επειδή η Multon Partners, η εταιρία εμφιάλωσης της Coca-Cola στη χώρα, ανήκει σε μια ξεχωριστή, εισηγμένη στο Λονδίνο εταιρεία που ονομάζεται Coca-Cola HBC στην οποία η μητρική εταιρεία των ΗΠΑ κατέχει μερίδιο 21%. Όταν η HBC σταμάτησε να παράγει Coca-Cola μετά την εισβολή, η Multon παρουσίασε την Dobry Cola. Έχει γίνει το πιο δημοφιλές αναψυκτικό στη χώρα, με 13% της αγοράς, σύμφωνα με τον ερευνητή Prodazhi.rf. «Τα κέρδη από την πώληση της Coca-Cola στη Ρωσία έχουν απλώς μεταφερθεί στην Coca-Cola HBC, η οποία έχει καταλάβει μερίδιο αγοράς μέσω της επιτυχίας της Dobry», λέει ο Garrett Nelson, αναλυτής της CFRA Research.
Και η Coca-Cola η ίδια είναι ακόμα ευρέως διαθέσιμη, εισαγόμενη από γειτονικές χώρες όπως η Γεωργία και το Καζακστάν. Μετά την εισβολή, η Ρωσία ψήφισε νόμο που επιτρέπει την πώληση επώνυμων προϊόντων χωρίς τη συναίνεση του κατόχου του εμπορικού σήματος. Με φορτηγά που μεταφέρουν αμέτρητες θήκες διασχίζοντας τα σύνορα, οι Ρώσοι που επιθυμούν «το πραγματικό πράγμα» μπορούν ακόμα να το αποκτήσουν. Αυτές οι εισαγωγές και μόνο έχουν κάνει την Coca-Cola το Νο. 3 αναψυκτικό στη Ρωσία, με 6% της αγοράς, σύμφωνα με την Prodazhi.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Coca-Cola δεν έχει υποστεί ζημιές. Η HBC λέει ότι οι όγκοι της στη Ρωσία αυξήθηκαν κατά 12% πέρυσι, αλλά παρέμειναν σχεδόν 30% χαμηλότερα από το επίπεδό τους το 2021, όταν η Coca-Cola ήταν το κορυφαίο αναψυκτικό με 26% της αγοράς. Και ενώ η Coca-Cola επωφελείται από τη δημοτικότητα της Dobry και την κυρίαρχη θέση της Multon στην αγορά χυμών, η αμερικανική μητρική υποστηρίζει ότι έχει απαλλαχθεί από τη διαχείριση της επιχείρησης.
Η Pepsi και οι… άλλοι
Η Coca-Cola απέχει πολύ από το να έχει κάνει μια λιγότερο ολοκληρωμένη έξοδο από τη Ρωσία. Η PepsiCo Inc. τον Σεπτέμβριο του 2022 είπε ότι είχε σταματήσει να παράγει και να πουλάει Pepsi, Mountain Dew και 7Up εκεί, και το μερίδιο αγοράς της κατέρρευσε. Αλλά η Pepsi πρόσθεσε σύντομα μια νέα κόλα, την Evervess, και αύξησε την παραγωγή της Frustyle (παρόμοια με την φρουτώδη Mirinda) στα έξι εργοστάσιά της στη χώρα. Πέρυσι οι πωλήσεις ποτών της ρωσικής μονάδας αυξήθηκαν κατά 12%, στα 209 δισεκατομμύρια ρούβλια (2,3 δισεκατομμύρια δολάρια), σύμφωνα με τις αναφορές της στις τοπικές φορολογικές αρχές. Και τα έσοδα από την επιχείρηση παιδικής τροφής και γαλακτοκομικών προϊόντων αυξήθηκαν πέρυσι κατά 10%, στα 129 δισεκατομμύρια ρούβλια. Η PepsiCo αρνήθηκε να σχολιάσει.
Από το 2022 περισσότερες από 1.000 πολυεθνικές έχουν δηλώσει ότι μειώνουν τις ρωσικές επιχειρήσεις τους, σύμφωνα με έρευνα του Yale School of Management. Αλλά πολλές έχουν παραμείνει. Η Unilever Plc και η Nestlé SA, με μεγάλες παραγωγικές εγκαταστάσεις εκεί, δίστασαν να πουλήσουν με τη μεγάλη έκπτωση που απαιτούσε το Κρεμλίνο ως φόρο εξόδου. Η δανέζικη ζυθοποιία Carlsberg AS και η εταιρία γιαουρτιού Danone SA είδαν τα περιουσιακά τους στοιχεία να κατάσχονται καθώς επιδίωξαν να αποχωρήσουν, αν και η Danone τελικά διαπραγματεύτηκε μια πώληση σε μια εταιρεία που ευνοούσε η κυβέρνηση. Η γαλλική αλυσίδα σούπερ μάρκετ Auchan, η εταιρεία ένδυσης Benetton Group και οι αλυσίδες εστιατορίων Subway και TGI Fridays συνεχίζουν να λειτουργούν στη Ρωσία χωρίς εμφανή σχέδια να μειώσουν τις δραστηριότητές τους.
Για τις εταιρίες που παραμένουν στη χώρα, ο επαναπατρισμός των κερδών είναι δύσκολος, καθώς απαιτούνται ειδικές άδειες. Αλλά τα κέρδη είναι σημαντικά. Η Ρωσική οικονομία καταγρα΄φει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης καθώς έχει μπει σε λειτουργία η λεγόμενη “πολεμική οικονομία. Το ΑΠΕ της Ρωσίας επεκτάθηκε με ρυθμό 3,6% πέρυσι, βοηθώντας στη μείωση της ανεργίας σε ιστορικό χαμηλό του 2,6% και στην εκρηκτική αύξηση των μισθών.