Από νέα οπτική γωνία προσεγγίζει πλέον το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, καθώς στο πλαίσιο των κινδύνων αναγνωρίζει τη χαμηλή ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων, αλλά το έχει κατεβάσει στην ατζέντα, ένδειξη ότι ο επόπτης καλύπτεται από τη δυναμική που δημιουργείται από την επαναλαμβανομένη οργανική κερδοφορία και την εκκαθάριση των ισολογισμών.
Στην έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα ο Γιάννης Στουρνάρας αναγνωρίζει την συνολική βελτίωση στη θέση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, επισημαίνοντας ότι το 2023 πέτυχαν αύξηση κερδών από επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες, ενώ το 2022 τα κέρδη ήταν κυρίως αποτέλεσμα του trading.
Αναφορικά με την ποιότητα των κεφαλαίων, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρει ότι η αναβαλλόμενη φορολογία έχει υποχωρήσει στα 12,9 δισ. και αντιπροσωπεύει πλέον το 44% των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων από 52% πριν από ένα χρόνο. Επίσης στα αντιπροσωπεύει μόλις το 9% των συνολικών εποπτικών τους κεφαλαίων. Οι διαπιστώσεις αυτές δείχνουν ότι η ΤτΕ έχει κατεβάσει στην ατζέντα το ζήτημα επιτάχυνσης της απαλλοτρίωσης του DTA.
Αντ’ αυτού η ΤτΕ εστιάζει πλέον στην ποιότητα του ενεργητικού και στο προφίλ των δανειοληπτών, φυσικών προσώπων. Ειδικότερα, γίνεται σαφής αναφορά στον νέο κανονισμό που θα ισχύσει από την 1/1 του 2025 και σύμφωνα με τον οποίο θεσπίζονται μακροπροληπτικά μέτρα σχετικά με τη δανειακή επιβάρυνση που εφαρμόζονται σε επίπεδο δανειολήπτη για δάνεια και λοιπές πιστώσεις προς φυσικά πρόσωπα με εξασφάλιση οικιστικό ακίνητο στην Ελλάδα.
Με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 227/1/8.3.2024 θεσπίστηκε ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για το δείκτη δανείου προς αξία κατά την έγκριση (Loan-To-Value at Origination – LTV-O) 90% για τους δανειολήπτες που είναι αγοραστές για πρώτη φορά και 80% για τους λοιπούς δανειολήπτες, καθώς επίσης και ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για το δείκτη εξυπηρέτησης δανείου προς εισόδημα κατά την έγκριση (Debt Service-To-Income at Origination – DSTI-O) 50% για τους δανειολήπτες που είναι αγοραστές για πρώτη φορά και 40% για τους λοιπούς δανειολήπτες.
Επιπροσθέτως, έως 10% επί του συνολικού αριθμού των δανείων και λοιπών πιστώσεων δύναται να υπερβαίνει τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια LTV-O και DSTI-O. Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί ανά τρίμηνο την ένταση του κυκλικού συστημικού κινδύνου και την καταλληλόλητα του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας (Countercyclical Capital Buffer – CCyB) για την Ελλάδα, και το καθορίζει ή το προσαρμόζει, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο. Για το 2023 καθώς και το α΄ και β΄ τρίμηνο του 2024, το ποσοστό αυτό διατηρήθηκε στο 0%, το χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. H ανάλυση των πρόσθετων δεικτών που εξετάζει η Τράπεζα της Ελλάδος αναδεικνύει την απαρχή συσσώρευσης κυκλικών συστημικών κινδύνων σε επιμέρους τομείς, όπως οι τιμές των οικιστικών ακινήτων και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Συνολικά όμως επιβεβαιώνει την εκτίμηση περί της απουσίας υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης και μόχλευσης.
Τέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος προσδιόρισε τα λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα (Other Systemically Important Institutions – O-SII) στην Ελλάδα για το έτος 2023, εφαρμόζοντας τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, και καθόρισε το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας O-SII για το έτος 2024 σε 1,25% για το ίδρυμα Eurobank Ergasias Υπηρεσιών και Συμμετοχών Α.Ε. σε ενοποιημένη βάση και σε 1,00% για τα λοιπά O-SII.6 Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, η εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής συμβάλλει στη δημιουργία επαρκούς μακροπροληπτικού χώρου που διασφαλίζει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος
Κίνδυνοι
Η βελτίωση του συνόλου των βασικών μεγεθών του τραπεζικού τομέα είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό ακόμη επίπεδο, σε συνδυασμό με τα αυξημένα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), επισημαίνει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Όσον αφορά τις προοπτικές, το διεθνές περιβάλλον αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Η όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων με την επέκταση των πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και με τον αυξανόμενο εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπροσθέτως, τυχόν απότομη επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, καθώς η προσπάθεια των τραπεζών για πιστωτική επέκταση θα καταστεί δυσχερέστερη.
Βελτιωμένη η εικόνα των τραπεζών
Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,5% τον Δεκέμβριο του 2023, από 14,5% τον Δεκέμβριο του 2022, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 18,7% από 17,5% αντίστοιχα.
Αποτέλεσμα είναι ο δείκτης CET1 να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (15,7% τον Δεκέμβριο του 2023), ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου εξακολουθεί να υπολείπεται (19,7% τον Δεκέμβριο του 2023).
Παράλληλα, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε, λόγω της αύξησης των καταθέσεων, με αποτέλεσμα οι εποπτικοί δείκτες ρευστότητας να διαμορφώνονται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο. Επίσης, το 2023 το ποσοστό ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών στο σύνολο των δανείων μειώθηκε περαιτέρω (Δεκέμβριος 2023: 6,6%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%), με τρεις εκ των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών να έχουν ποσοστό ΜΕΔ κάτω από 5%. Ωστόσο, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6%.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες που στοχεύουν στην πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και στην επίτευξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Δεκέμβριος 2023: 1,9%).