Νέα ηχηρή σφαλιάρα δέχεται η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά, καθώς το ΣτΕ αποφάσισε ότι η άρνηση της ΑΔΑΕ να ενημερώσει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για τους λόγους άρσης του τηλεφωνικού του απορρήτου είναι παράνομη και ο σχετικός νόμος αντισυνταγματικός.
Μη νόμιμη και αντισυνταγματική είναι, σύμφωνα με την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η άρνηση της ΑΔΑΕ να ενημερώσει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και πρώην ευρωβουλευτή πληροφορίες για τους λόγους που έγινε η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου του αλλά και τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν.
Αν και σε πρώτη ανάλυση η κυβέρνηση φαίνεται να έχει υποστεί μια ακόμη και μάλιστα κρίσιμη ήττα, σε μια πιο προσεκτική εξέταση των συνεπειών δείχνει ότι σε επικοινωνιακό και πολιτικό επίπεδο το θέμα έχει εκπέσει και η αναθέρμανσή του θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο στην κοινωνία. Ταυτόχρονα, όμως, η απόφαση του ΣτΕ που χαρακτηρίζει αντισυνταγματική τη νομοθετική ρύθμιση, ενισχύει την άμυνα της κυβέρνησης στις καταγγελίες για χειραγωγούμενη Δικαιοσύνη, τις οποίες έχει υιοθετήσει και η Κομισιόν. Έτσι, γίνεται ένα σημαντικό βήμα ώστε να ανασχεθεί η υφέρπουσα δυναμική παραπομπής της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παραβάσεις στο κράτος Δικαίου, που θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην εκταμίευση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Συνεπώς, η κυβέρνηση αν και θα αναγκαστεί να υπαναχωρήσει στο συγκεκριμένο ζήτημα, εν τούτοις θα έχει περιθώριο και δυνατότητα να κωλυσιεργήσει. Παράλληλα, όμως επιτυγχάνει να κερδίσει πόντους σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η απόφαση
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση ακυρώσεως που είχε καταθέσει κατά της πράξης του προέδρου της Α.Δ.Α.Ε., με την οποία απορρίφθηκε το από 7.9.2022 αίτημα του να του γνωστοποιηθούν, η εισαγγελική διάταξη και ο πλήρης φάκελος με το υλικό που είχε συλλεγεί, μετά την επιβολή σε βάρος του του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών.
Η απόφαση του ΣτΕ αναφέρει πως: «Η ρύθμιση του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, με το οποίο θεσπίσθηκε στην περίπτωση επιβολής του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας η πλήρης απαγόρευση της δυνατότητας ενημέρωσης του θιγόμενου, μετά τη λήξη του μέτρου, ακόμη και όταν δεν υφίσταται διακινδύνευση των σκοπών εθνικής ασφάλειας που οδήγησαν στην επιβολή του, αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του κράτους δικαίου, και, συνεπώς, αντίκειται στα άρθρα 19 παρ. 1 του Συντάγματος, 5 παρ. 1 και 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58, 7, 8 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της ΕΣΔΑ και είναι ανίσχυρη.
Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που ερείδεται στην ανωτέρω ανίσχυρη διάταξη, είναι μη νόμιμη, και για το λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, η πράξη αυτή να ακυρωθεί εν μέρει και η υπόθεση να αναπεμφθεί στην Α.Δ.Α.Ε. για νέα, νόμιμη κρίση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με την κριθείσα ως ανίσχυρη διάταξη του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, διότι, όπως έγινε δεκτό, ο νεώτερος ν. 5002/2022 δεν είναι εφαρμοστέος σε εκκρεμή αιτήματα γνωστοποίησης στον θιγόμενο μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του ληφθέντος υπό προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς· τούτο δε διότι με τον νεώτερο αυτό νόμο εισήχθη ένα νέο νομοθετικό καθεστώς που καταλαμβάνει όλη τη διαδικασία επιβολής της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, από την υποβολή του σχετικού αιτήματος και την έγκριση του επίμαχου μέτρου έως την γνωστοποίηση της άρσης του.
Το καθεστώς αυτό αποτελεί ένα σύστημα με εσωτερική συνοχή, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις του οποίου προσιδιάζουν στις αιτήσεις άρσης του απορρήτου που υποβάλλονται δυνάμει του διατάξεών του, προκειμένου να διεκπεραιωθούν κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του και τις εγγυήσεις που το ίδιο θεσπίζει.
Τούτο επιρρωνύεται από την απουσία μεταβατικών διατάξεων, ισχύει δε κατά μείζονα λόγο προκειμένου για πολιτικά πρόσωπα, όπως ο αιτών, για τα οποία προβλέπεται ειδική δημόσια αρχή για την κίνηση της διαδικασίας υποβολής του αιτήματος άρσης του απορρήτου και ειδικό όργανο για την χορήγηση της πρώτης από τις δύο συνολικά απαιτούμενες άδειες έγκρισής του».
Αντίθετα, το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι «η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα του αιτούντος να ενημερωθούν ο Πρόεδρος της Βουλής και οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών κομμάτων για το περιεχόμενο της εισαγγελικής διάταξης περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του, αιτιολογείται νομίμως, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος».