Tα «καμπανάκια» από τις νέες επιχειρήσεις που θέλουν να συνάψουν δάνεια είχαν κτυπήσει από το 2023 για τις ελληνικές τράπεζες. Με επιτόκια χορηγήσεων πολύ υψηλότερα του 6,5% (ουσιαστικά τα χαμηλότερα επιτόκια ξεκινούσαν από τα 7-7,2% η μικρή επιχειρηματικότητα ήταν καταδικασμένη από την έναρξή της.
Τα μηνύματα που έφταναν και στην Τράπεζα της Ελλάδος είναι ότι με τέτοια επιτόκια ούτε οι μικρές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να σταθούν όρθιες αλλά υπήρχε και συστημικός κίνδυνος να δημιουργηθεί νέα γενιά ‘κόκκινων δανείων’ μέσα στο 2024.
Η Τράπεζα της Ελλάδος γνώριζε ότι η ελληνική τραπεζική αγορά δεν είχε περιθώρια για νέες περιπέτειες με NPL’s και έτσι πίεζε να υπάρξει μία συγκράτηση των επιτοκίων , ειδικά για τα νέα δάνεια. Ταυτόχρονα δεν θα μπορούσε να υπάρξει αποκλιμάκωση και για πληθωριστικούς λόγους και για την οργανική κερδοφορία των τραπεζών. Έτσι επιλέχθηκε η μέση οδός τον Φεβρουάριο , να μειωθούν κατά 0,4% τα επιτόκια των νέων δανείων (μεσοσταθμικά). Η μείωση αυτή επέτρεψε να φτάσουν περισσότεροι πελάτες στα τραπεζικά καταστήματα, να μειωθούν οι κίνδυνοι επισφαλειών και βέβαια να μην εκτοξευτεί το κόστος χρήματος.
Σε ότι αφορά την οργανική κερδοφορία, οι τράπεζες υποκατέστησαν τα κέρδη από τα επιτοκιακά περιθώρια με τα έσοδα από τις προμήθειες (fees) των νέων υβριδικών επενδυτικών προιόντων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις από τραπεζικούς κύκλους , τα έσοδα αυτά θα είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ τις προμήθειες των προθεσμιακών καταθέσεων.
Τα μέσα επιτόκια των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος από νοικοκυριά και από επιχειρήσεις παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα στο 1,80% και 3,20% αντίστοιχα.
Στα στοιχεία που παραθέτει η Τράπεζα της Ελλάδος, διαφαίνεται η πρόθεση των τραπεζών να μην αυξήσουν περαιτέρω (και μέχρι τις επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ) τα επιτόκια καταθέσεων και έναντι αυτών να διοχετεύσουν νέα επενδυτικά προιόντα εγγυημένων αποδόσεων (κυρίως ομολογιακά υβριδικά αμοιβαία κεφάλαια) τα οποία υποκαθιστούν πλέον σε μεγάλο βαθμό τις προθεσμιακές καταθέσεις.
Βέβαια η υποχώρηση των αποδόσεων αυτών των προιόντων σε επίπεδα κοντά στο 2% καθιστούν εύλογη ή την προώθηση νέων προιόντων από τις τράπεζες ή την επανεξέταση των αποδόσεων προθεσμιακών / υβριδικών αμοιβαίων κεφαλαίων.