Αντιμέτωπος με μια δύσκολη εξίσωση η οποία μπορεί να επηρεάσει την κυβερνητική συνοχή, την μεταρρυθμιστική ορμή και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης ως συνόλου, βρίσκεται ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά την απομάκρυνση των Σταύρου Παπασταύρου και Γιάννη Μπρατάκου.
Αν και για πολλούς η παραίτηση δύο κυβερνητικών παραγόντων και η αντικατάστασή τους είναι υπόθεση ρουτίνας, στην πραγματικότητα η προσέγγιση αυτή δεν ευσταθεί καθώς τα συγκεκριμένα πρόσωπα και είχαν αυξημένη βαρύτητα στις αποφάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και κατείχαν θέσεις κεντρικές για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου και τον βηματισμό της κυβέρνησης.
Τα στοιχεία αυτά ανάγουν την αναγκαία κυβερνητική αναδιάταξη σε κρίση και μάλιστα λειτουργική της κυβέρνησης, η υπέρβαση της οποίας αποτελεί πρόκληση, αντίστοιχη χειρουργείου ανοιχτής καρδιάς. Ο Σταύρος Παπασταύρου είχε κρίσιμο ρόλο στον συντονισμό του κυβερνητικού έργου και την απαραίτητη τεχνοκρατική συγκρότηση και πολιτική βαρύτητα για λαμβάνει αποφάσεις. Ο Γιάννης Μπρατάκος εκτός από σύνδεσμος του Μαξίμου με την Κοινοβουλευτική Ομάδα, είχε τον έλεγχο των παρασκηνίων σε υπουργεία και media, προσβάσεις και διασυνδέσεις που του επέτρεπαν να είναι εγκαίρως ενημερωμένος και να προλαμβάνει καταστάσεις.
Η απομάκρυνση αμφοτέρων δημιουργεί κύμα ανασφάλειας σε πολιτικούς παράγοντες και κυβερνητικά στελέχη τα οποία κατείχαν θέσεις εντός της σφαίρας επιρροής τους και πολλές φορές ως άμεσοι ανταποκριτές τους. Όπερ σημαίνει ότι μπορεί το Μαξίμου και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά να απορρίπτουν την προοπτική δομικού ανασχηματισμού στην κυβέρνηση, όμως σε ένα χειρουργείο ανοιχτής καρδιάς, κανείς δεν ξέρει απριόρι ποιά όργανα θα βρεθούν εκτεθειμένα ή θα διαγνωστούν με παθογένειες. Κατ’ επέκταση και ανεξαρτήτως της διαδόχου κατάστασης, επηρεάζονται άμεσα και καταλυτικά τα κέντρα λήψης αποφάσεων εντός του Μεγάρου Μαξίμου και προκαλείται κυβερνητικό έμφραγμα.
Η υπέρβαση της κρίσης αυτής δεν θα είναι άμεση και θα προκαλέσει αναταράξεις, καθώς αρκετοί υπουργοί θα επιχειρήσουν να ανακτήσουν αυτονομία, να διευρύνουν το πεδίο ευθύνης και να επιβάλλουν διαφορετικό τρόπο λειτουργίας. Όσο εξοικειωμένοι και να είναι οι διάδοχοι, το νέο καθεστώς θα πάρει καιρό για να καταστεί εύρυθμα λειτουργικό.
Επίσης, η νέα αυτή κρίση αποδυναμώνει τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά, ο οποίος επωμίζεται την ευθύνη για τις πράξεις των στενών του συνεργατών στο ακέραιο και πλέον το status του ακόμα και εσωτερικά έχει πληγεί. Η άσκηση ηγεσίας από έναν πολλαπλώς λαβωμένο ηγέτη, που έχει μόλις χάσει τους δύο πιο κοντινούς του αξιωματικούς, δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση.
Η κατάσταση που δημιουργείται δεν αποπνέει απλώς ρίσκο, αλλά ουσιαστικό κίνδυνο δυσκυβερνησίας. Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση βρίσκεται στην αρχή της νέας περιόδου διακυβέρνησης και ενώ οι διεθνείς οίκοι κρούουν ήδη τον κώδωνα του κινδύνου για τη μεταρρυθμιστική ορμή και την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων, η κρίση αυτή θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Τα σενάρια
Ο τρόπος με τον οποίο θα επιλέξει να καλύψει τα κενά ο πρωθυπουργός τις αμέσως προσεχείς ημέρες, είναι υπό αυτήν την έννοια απολύτως καθοριστικές για την συνέχεια λειτουργίας της κυβέρνησης.
Τόσο ο αντικαταστάτης του Γιάννη Μπρατάκου, όσο και ο τρόπος υποκατάστασης του Σταύρου Παπασταύρου αποτελούν πρόκληση.
Μέχρι στιγμής, το σενάριο που κερδίζει έδαφος για τις αρμοδιότητες του Σταύρου Παπασταύρου είναι η… διάχυση. Τα νομοθετικά, φαίνεται ότι θα μεταφερθούν εξ ολοκλήρου στη Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών θεμάτων.
Πέραν αυτού όμως, το ζήτημα είναι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα θελήσει να διαμορφώσει και ένα νέο σύστημα εσωτερικών ισορροπιών, αν αυτό θα είναι λειτουργικό και αν θα είναι αρκετό ώστε να επαναφέρει τον έλεγχο στο «κέντρο» της κυβέρνησης.
Κατά τα όσα ήδη συζητούνται, κρίσιμο πλέον δεν είναι μόνον το πώς και τι θα αποφασίσει ο Πρωθυπουργός, αλλά και σε ποιο χρόνο.