Διαστάσεις οιονεί πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα προσλαμβάνουν οι αποκαλύψεις της εφημερίδας “Το Βήμα” περί αλλοίωσης των ηχητικών ντοκουμέντων από το δυστύχημα των Τεμπών.
Αφορμή για πολιτική ανάφλεξη έδωσε το δημοσίευμα της εφημερίδας “Το Βήμα της Κυριακής”, σύμφωνα με το οποίο υπηρεσιακοί παράγοντες με κυβερνητικές εντολές αλλοίωσαν στοιχεία της δικογραφίας για το δυστύχημα των Τεμπών, πριν την δημοσίευσή τους στα μέσα ενημέρωσης. Ειδικότερα, τι δημοσίευμα του «Βήματος της Κυριακής» αναφέρεται σε αλλοίωση των ηχητικών καταγραφών στο δυστύχημα των Τεμπών.
Ξεπερνώντας τη σκόνη των δηλώσεων και των επικοινωνιακών αντιπαραθέσεων, το πολιτικό σκηνικό επιχειρεί να ευθυγραμμιστεί με τις κοινωνικές ανησυχίες, αποκτώντας σαφή και ενιαία γείωση ενόψει Ευρωεκλογών. Η προοπτική αυτή θα μπορούσε να περιορίσει την αποχή και να ενισχύσει την ψήφο διαμαρτυρίας, κάτι που θα ενισχύσει την αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση επενδύσει στην εμπέδωση της συνοχής, την αύξηση της συσπείρωσης και τη διάχυση των ευθυνών.
Ο Μαρινάκης “έβαλε φωτιά”
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης εξαπέλυσαν πυρά εναντίον της κυβέρνησης, η οποία διέψευσε το εν λόγω δημοσίευμα, αναφέροντας ότι η Δικαιοσύνη έχει στα χέρια της αυτούσιο το υλικό.
Πρώτος κατέθεσε πρόταση μομφής ο Νίκος Ανδρουλάκης από το ΠΑΣΟΚ, ενώ ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ με δήλωση του Στέφανου Κασσελάκη, που κάνει ένα βήμα ακόμη, εγείροντας ζήτημα διαβλητότητας των εκλογών. Την πρόθεσή της να στηρίξει την πρόταση μομφής ανακοίνωσε η Νέα Αριστερά, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το ΚΚΕ, επιχειρώντας να διαφοροποιήσει ελαφρώς τη θέση του. Τέλος, στήριξη στην πρόταση δυσπιστίας δήλωσε και η Ελληνική Λύση με ανακοίνωση της, εντοπίζοντας το μέτωπο στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το ΠΑΣΟΚ, με δήλωση Ανδρουλάκη, κάλεσε σε από κοινού κατάθεση πρότασης δυσπιστίας με τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσω ανάρτησης Κασσελάκη, ζητεί εκλογές με την παρουσία «διεθνών παρατηρητών».
Η κυβέρνηση, αφού χαρακτηρίζει «καλοδεχούμενη την πρόταση του κ. Ανδρουλάκη, αν κατατεθεί», σημειώνει ότι «η χώρα δεν θα γυρίσει πίσω σε εποχές αβεβαιότητας και εκβιασμών από ισχυρά συμφέροντα και κομματικές σκοπιμότητες». Η γραμμή της κυβέρνησης εστιάζει στην προσπάθεια επικοινωνιακής εκμετάλλευσης της τραγωδίας των Τεμπών για την πρόσκτηση πολιτικού οφέλους. Παράλληλα, όπως έχει εγκαίρως επισημάνει το Crisis Monitor πρωτοκλασάτα κυβερνητικά στελέχη επιχειρούν να αποκρούσουν το πόρισμα της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, ενώ με επιχείρηση προπαγάνδας και πόλεμο λάσπης επιχειρείται η απαξίωση της Μαρίας Καρυστιανού στα social media.
Πολιτικό και οικονομικό ρίσκο
Η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης ωρίμαζε στα παρασκήνια από καιρό, ωστόσο δεν είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες για την διαμόρφωση ενιαίου μετώπου από την κατακερματισμένη αντιπολίτευση. Η τραγωδία των Τεμπών είναι πλέον εθνικό ζήτημα, ενώ οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν την ομόθυμη -σχεδόν- καταδίκη των κυβερνητικών χειρισμών. Έτσι, αφού η Μαρία Καρυστιανού κήρυξε πρώτη τον ανένδοτο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης μπορούν να ευθυγραμμιστούν ευκολότερα στις κοινωνικές επιταγές, από το να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν μέτωπα εκ του μηδενός.
Επίσης, ο μιντιακός χειρισμός του θέματος από τον όμιλο της AlterEgo Media, συμφερόντων του Βαγγέλη Μαρινάκη, συνέβαλλε καθοριστικά στην διεύρυνση της απήχησης και την αναμόχλευση του θέματος. Η δυναμική που δημιουργήθηκε τόσο από την τελευταία κατάθεση της Μαρίας Καρυστεριανού στην Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου, όσο και από το δημοσίευμα του “Βήματος”, είναι τέτοια που συμπαρασύρει την κατακερματισμένη κοινοβουλευτικά και αποσαρθρωμένη κοινωνικά αντιπολίτευση.
Η εμπλοκή της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, η ευθεία αντιπαράθεσή της με κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, εν μέσω προεκλογικής περιόδου Ευρωεκλογών προστίθεται στα ήδη αρκετά ανοιχτά μέτωπα της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με την ΕΕ. Σε αυτά περιλαμβάνεται και η εμβληματική υπόθεση παραβίασης προσωπικών δεδομένων πολιτών, από την ίδια την κυβέρνηση, μέσω των e-mails που έστειλε η Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου. Ψηλά στη λίστα εκκρεμοτήτων της ΕΕ με την Ελλάδα παραμένουν ζητήματα που άπτονται κρίσιμων τομέων όπως η υπόθεση των υποκλοπών. Συνδυαστικά θίγονται: η ελευθερία του Τύπου και το Κράτος Δικαίου. Έτσι, οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί μπορούν πλέον να ξεκινήσουν διαδικασίες επί παραβάσει για την Ελλάδα, οι οποίες θα μπορούσαν να μπλοκάρουν ακόμη και κεφάλαια από το RRF. Προηγουμένως όμως, η πληγείσα αξιοπιστία της κυβέρνησης θα έχει αντίκτυπο στο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό βάρος της χώρας.
Η αντιπολίτευση
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όντας κατακερματισμένα και χωρίς ισχυρή θεσμική αξιωματική αντιπολίτευση, εξαναγκάζονται σε συμμαχίες προκειμένου να καταφέρουν να βρουν διαύλους επικοινωνίας και παρέμβασης στην κοινωνία.
Σε αυτή τη φάση, η αντιπολίτευση καλείται να εκφράσει το διογκούμενο κύμα κοινωνικής αγανάκτησης για την τραγωδία των Τεμπών και την σκανδαλώδη προσπάθεια πολιτικής συγκάλυψης των ευθυνών. Οι ευθύνες καταγράφονται τόσο στην κυβέρνηση όσο και στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εγγράφει πλέον πολιτικό κόστος, χάνοντας από τον… “κανένα” σε τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Την ίδια στιγμή όμως, η αντιπολίτευση δεν δείχνει να καρπώνεται επαρκώς την κυβερνητική φθορά, η οποία διοχετεύεται στην “πισίνα” των αναποφάσιστων, που ενόψει ευρωεκλογών θα μπορούσε να προκαλέσει συστημικές ανατροπές, σε συνδυασμό με ενδεχόμενη άνοδο της αντισυστημικής ακροδεξιάς, που μπορεί να μην καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις τώρα, αλλά έχει αποδειχθεί ότι τέτοιες δυναμικές στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν.
Συνεπώς, η συλλογική κινητοποίηση και ευθυγράμμιση μεγάλου μέρους της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, απέναντι στην κυβέρνηση, μπορεί να συμβάλλει στην επανάκτηση ψηφοφόρων που για την ώρα βρίσκονται στην κατηγορία των αναποφάσιστων.
Η δευτερεύουσα μάχη Ανδρουλάκη – Κασσελάκη
Η πρόταση μομφής θα είναι ευκαιρία για τον Νίκο Ανδρουλάκη να επανέλθει στο επίκεντρο, τη στιγμή που δημοσκοπικά χάνει από τον εξωκοινοβουλευτικό Κασσελάκη και χωρίς να απειλείται να επισκιαστεί από τον επικοινωνιακά και κοινοβουλευτικά δυνατότερο Αλέξη Τσίπρα. Από την άλλη πλευρά Στέφανος Κασσελάκης, θα κινηθεί στο προνομιακό του πεδίο, τα social media. Εκεί θα επικεντρώσει στο μοτίβο της αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας, επιχειρώντας να μετουσιώσει την κοινωνική αγανάκτηση σε προσωπικό ρεύμα.
Η αντιπαράθεση στη Βουλή
Στο άρθρο 84 του Συντάγματος αναφέρεται ρητά πως η πρόταση δυσπιστίας κατατίθεται μόνο εάν έχει συγκεντρώσει τις υπογραφές του 1 / 6 του όλου αριθμού των βουλευτών (50 υπογραφές) και περιγράφει με σαφήνεια τα θέματα για τα οποία οι βουλευτές καλούνται να ψηφίσουν επί της άρσης της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.
Η συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ επαρκεί για την κατάθεση πρότασης μομφής, που σημαίνει ότι θα πρέπει να συμφωνηθεί τουλάχιστον ένας βασικός άξονας στο κείμενο ώστε να συμπληρωθούν κατ αρχήν οι απαιτούμενες για την κατάθεση υπογραφές.
Θα ακολουθήσει τριήμερη συζήτηση επί της πρότασης μομφής, η οποία θα κορυφωθεί με τις ομιλίες των πολιτικών αρχηγών, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μιλά τελευταίος. Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ το κόμμα θα εκπροσωπήσει -αντί του Στέφανου Κασσελάκη- ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Σωκράτης Φάμελλος.
Η στρατηγική του Μαξίμου
Αν και δεν υπάρχει προοπτική υπερψήφισης της πρότασης δυσπιστίας, καθώς η κυβερνητική πλειοψηφία είναι ευρεία, εν τούτοις η αντιπολίτευση ποντάρει στον αντίκτυπο που θα έχει στην κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, το Μέγαρο Μαξίμου θα επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία για να ενισχύσει τη συσπείρωση του κόμματος, να αναγκάσει κορυφαίους βουλευτές και υπουργούς να πάρουν θέσει και να διαχύσει τις πολιτικές ευθύνες που έχουν συγκεντρωθεί στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει ανάγκη την επίδειξη συσπείρωσης, ιδιαίτερα μετά τις απώλειες που κατέγραψε στο νομοσχέδιο για την ισότητα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, καθώς και μετά τις κοινωνικές ρωγμές που καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις στα θέματα των ιδιωτικών πανεπιστημίων και της ακρίβειας.
Η διαδικασία
Η συζήτηση στην Ολομέλεια ολοκληρώνεται το αργότερο τη δωδεκάτη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της με ονομαστική ψηφοφορία. Η πρόταση μομφής ξεκινά με την ομιλία, τουλάχιστον, δύο βουλευτών από εκείνους που την υπέγραψαν ενώ συντάσσεται ο πλήρης κατάλογος των ομιλητών που θα τοποθετηθούν ενώπιον της Ολομέλειας.
Ο Κανονισμός προβλέπει ότι δεν μπορεί να υποβληθεί εκ νέου πρόταση μομφής, εάν δεν έχει συμπληρωθεί χρόνος έξι μηνών, από την απόρριψη προηγούμενης όμοιας πρότασης, εκτός αν υπογράφεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Η πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή εάν υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή, από 151 βουλευτές.