Μπροστά σε μια ιδιαίτερα αντιφατική πραγματικότητα βρίσκεται το Ιράν, καθώς ενώ καλείται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην αναμόρφωση των περιφερειακών ισορροπιών και σφαιρών επιρροής στη Μέση Ανατολή, βιώνει μια εσωτερική στιγμή κρίσης.
Οι κοινωνικές αναταραχές έχουν αναδείξει την εντεινόμενη δυσαρμονία με το πολιτικό κατεστημένο, όπως αυτό εκφράζεται από τις κυβερνήσεις, οι οποίες δεν είναι τόσο αποτέλεσμα των ελεύθερων εκλογών αλλά της εκλογικής μηχανικής που δημιούργησε το Συμβούλιο των Φρουρών, το οποίο μάλιστα αντέκρουσε προσπάθειες του Καμανεΐ να αμβλύνει την κοινωνική δυσαρέσκεια. Έτσι, με το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές να μειώνεται και την κοινωνία σε αναβρασμό, το Ιράν καλείται να βρει νέα πολιτικο-κοινωνική ισορροπία. Σε αυτό το δρόμο ρόλο θα παίξουν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, λόγω των κυρώσεων και του νέου πλαισίου που θα συνδιαμορφώσουν στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο και Αφρική.
Το Ιράν αναδεικνύεται σε μείζονα παράγοντα των ισορροπιών στη Μέση Ανατολή, σε μια περίοδο μεγάλων περιφερειακών ανακατατάξεων και τη στιγμή που και εσωτερικά η χώρα διέρχεται περίοδο επανακαθορισμού και προετοιμάζεται για την αλλαγή του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Καμενεΐ, ενώ οι βαθιές πολιτικές διαιρέσεις, η αποδυνάμωση του θρησκευτικού ηγέτη και η διεύρυνση της επιρροής των ενόπλων δυνάμεων είναι βασικοί εσωτερικοί παράγοντες που θα παίξουν ρόλο.
Το σενάριο ανταγωνισμού των -ιδιαίτερα δημοφιλών- ενόπλων δυνάμεων και του -εξαιρετικά αντιδημοφιλούς Συμβουλίου των Φρουρών- για την επιλογή του επόμενου θρησκευτικού ηγέτη και για αλλαγές στο μοντέλο εξουσίας δεν μπορεί να αποκλειστεί απριόρι. Αντιθέτως, στη Δύση πολλά think tank αντιμετωπίζουν ήδη την προοπτική ως ένα ιδιαίτερα ρεαλιστικό ενδεχόμενο. Αν και αμφότεροι οι θεσμοί ανήκουν στο εξαιρετικά συντηρητκό πολιτικό μπλοκ των ιδεαλιστών, εν τούτοις οι μεταξύ τους διαφορές δεν περιορίζονται στην πλατφόρμα εξουσίας αλλά καλύπτουν το κοινωνικό πεδίο και τις διεθνείς σχέσεις.
Υπ’ αυτό το πρίσμα ο κίνδυνος πολιτικών τριβών, κοινωνικών εκρήξεων και διεθνών αναταράξεων είναι υψηλός. Αν μάλιστα τοποθετηθεί στο πλαίσιο της εν εξελίξει επανοριοθέτησης της Μέσης Ανατολής με τον πόλεμο στη Λωρίδα της Γαζας και την προσπάθεια ανάδειξης της Σαουδικής Αραβίας σε περιφερειακό leader, ρόλο για τον οποίο ερίζει και η Τουρκία, ενώ το Ιράν θεωρείται ότι de fact του ανήκει, τότε το ενδεχόμενο αλυσιδωτής αντίδρασης δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η δυναμική των εξελίξεων
Οι πολιτικές διεργασίες στο Ιράν κλιμακώνονται, καθώς η χώρα διεξήγαγε βουλευτικές εκλογές μόλις την 1η Μαρτίου. Παράλληλα βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για την εκεχειρία στη Γάζα, στις οποίες το Ιράν συμμετέχει τόσο διπλωματικά, όσο και επιχειρησιακά καθώς στηρίζει ανοιχτά τη Χαμάς μέσω της Χεζμπολάχ και ταυτόχρονα πιέζει τη Δύση με το “αντάρτικο” των θαλασσών από τους Χούθι.
Αν και οι βουλευτικές εκλογές στο Ιράν δεν είχαν πολλά περιθώρια για ανατροπές, εν τούτοις η εκλογική ποδηγέτηση του εκλογικού σώματος σε ιδεολογικές δυνάμεις στο πλαίσιο της συντηρητικής και υπερσυντηρητικής εθνικιστικής δεξιάς έχουν δημιουργήσει εσωτερικά ρήγματα.
Το πολιτικό σκηνικό στο Ιράν από το 2004 έχει λάβει ξεκάθαρη συντηρητική στροφή, καθώς μετά την επικράτηση της ιδεολογικής-θρησκευτικής παράταξης και στο Συμβούλιο των Φρουρών οδήγησε στην προοδευτική πολιτική καταπίεση των πραγματιστών. Πλέον, αναδύεται μια νέα γενιά Ιρανών ηγετών που είναι ιδεολογικά πολύ πιο σκληροπυρηνική από ό,τι έχει παράγει η χώρα από την ίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας πριν από 45 χρόνια. Η άνοδός τους είναι το αποτέλεσμα του καθεστώτος που επιδιώκει να διατηρήσει τον εαυτό του μπροστά σε ένα κοινό όλο και πιο απογοητευμένο από μια τάξη στην οποία κυριαρχούν εδώ και πολύ καιρό οι θεοκράτες.
Η μηχανική προδιαμόρφωση του εκλογικού σκηνικού στις εκλογές της χώρας του 2024 υπογραμμίζει μια εντεινόμενη εσωτερική πάλη εξουσίας ενόψει της διαδοχής ενός νέου ανώτατου ηγέτη. Το ιρανικό πολιτικό σύστημα βρίσκεται ενώπιον των φυσικών του ορίων στην ποδηγέτηση μιας κλιμακούμενα απογοητευμένης και σε έξαρση κοινωνίας.
Σε αυτή τη φάση, εκτός από τις εσωτερικές δυνάμεις στο Ιράν, ρόλο στη διαμόρφωση της επόμενης ημέρας θα παίξει και η αλληλεπίδραση με το διεθνή παράγοντα, οι εξελίξεις στη Λωρίδα της Γάζας, και οι περιφερειακές εξελίξεις, όπως η δρομολογηθείσα μεν, παγωμένη δε προσέγγιση Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας. Τις εξελίξεις θα επηρεάσουν επίσης οι εκλογές στις ΗΠΑ και το πολιτικό μέλλον του Νετανιάχου…
Ιδεολόγοι εναντίον πραγματιστών
Οι βουλευτικές εκλογές και οι εκλογές της Συνέλευσης Εμπειρογνωμόνων του 2024 που διεξήχθησαν την 1η Μαρτίου σημείωσαν τη χαμηλότερη προσέλευση από οποιεσδήποτε εκλογές από την ίδρυση του καθεστώτος το 1979.
Η δυσαρμονία του πολιτικού κατεστημένου και της κοινωνίας στο Ιράν είναι πλέον πρόδηλη: Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης κατέγραψαν τη συμμετοχή σε λίγο περισσότερο από το 40% του εκλογικού σώματος, ενώ άλλες αναφορές υποδηλώνουν ότι ήταν πολύ πιο χαμηλά. Επίσης, σύμφωνα με την πλατφόρμα ειδήσεων της Μέσης Ανατολής Amwaj.media, ο πρόεδρος του απερχόμενου κοινοβουλίου και εξέχων πρώην διοικητής του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης, Mohammad Bagher Ghalibaf, τερμάτισε τέταρτος στην Τεχεράνη, όπου η συμμετοχή ήταν ακόμη χαμηλότερη στο 25%.
Εκπλήξεις είχαν και οι εκλογές για τη Βουλή Εμπειρογνωμόνων, το 88μελές όργανο του κληρικού σώματος, με την εξουσία να εκλέγει τον ανώτατο ηγέτη και να τον απομακρύνει από το αξίωμα. Εκεί ο Sadegh Larijani (ο οποίος υπηρέτησε ως ανώτατος δικαστής για μια δεκαετία και προέρχεται από την ισχυρή φυλή Larijani) έχασε την έδρα του. Ο επί δύο θητείες πρώην πρόεδρος Χασάν Ροχανί,
ο οποίος υπήρξε κορυφαίο πρόσωπο εθνικής ασφάλειας από την ίδρυση του καθεστώτος και κατείχε πολλές βασικές θέσεις στα διάφορα ελίτ θεσμικά του όργανα, αποκλείστηκε από το δικαίωμα συμμετοχής στην ψηφοφορία στη Συνέλευση των Εμπειρογνωμόνων, υπογραμμίζει τον βαθμό στον οποίο οι φετινές εκλογές παραποιήθηκαν.
Η εκλογική μηχανική που διαμορφώθηκε για να δώσει στους Ιρανούς συντηρητικούς το πάνω χέρι χρονολογείται από τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2004. Πριν από αυτή την ψηφοφορία, το Συμβούλιο Φρουρών, ένα 12μελές κληρικό όργανο με την εξουσία να ελέγχει τους υποψηφίους για δημόσια αξιώματα, ανακοίνωσε τη μαζική έκπτωση των μεταρρυθμιστών, μια ανερχόμενη δύναμη από τη δεκαετία του 1990.
Το χρονικό επικράτησης του συντηρητικού εξτρεμισμού
Η απόφαση για την εξάλειψη των μεταρρυθμιστών, αντί να τερματίσει την πολιτική εσωτερική διαμάχη, την επιδείνωσε. Τα επόμενα 20 χρόνια, οι ανταγωνιστικές συντηρητικές φατρίες άρχισαν εμβάθυναν το μεταξύ τους χάσμα. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ και του Ροχανί, που ο καθένας ηγήθηκε του Ιράν για δύο θητείες από το 2005 έως το 2021, ο αγώνας μεταξύ πραγματιστών και ιδεολόγων ήταν έντονος.
Ο Ανώτατος Ηγέτης Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ έχει διαιτητεύσει εδώ και καιρό μεταξύ των διαφόρων φατριών που αγωνίζονται για εξουσία και επιρροή. Ωστόσο, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αυτή η διαδικασία, που διαφορετικά θα έπαιζε σε μεγάλο βαθμό στα παρασκήνια, όχι μόνο απαιτούσε ολοένα και περισσότερο την προσωπική του παρέμβαση αλλά και έγινε πολύ πιο δημόσια.
Αυτό ήταν πιο ορατό κατά την εποχή του Αχμεντινετζάντ (2005-2013), όταν ο τότε αυθόρμητος πρόεδρος όχι μόνο συγκρούστηκε με συντηρητικούς στο κατεστημένο, αλλά συνέχισε να αψηφά τον Χαμενεΐ στη δεύτερη θητεία του. Κατά συνέπεια, τα ρήγματα στο συντηρητικό κίνημα έγιναν πολύ πιο οξυμένα, σε μια εποχή που οι Η.Π.Α. ασκούσαν ολοένα μεγαλύτερη πίεση κυρώσεων.
Η επιστροφή των ρεαλιστών
Η λύση του Χαμενεΐ ήταν να επιτρέψει την επιστροφή ρεαλιστικών συντηρητικών δυνάμεων. Στις εκλογές του 2013, στις οποίες συμμετείχε σχεδόν το 73% των ψηφοφόρων, ο Ροχανί νίκησε σκληρά τους αντιπάλους του. Η κίνηση βοήθησε τον ανώτατο ηγέτη να επιτύχει δύο βασικούς στόχους. Πρώτον, αποκατέστησε τη δημόσια υποστήριξη προς το καθεστώς, που είχε πληγεί σοβαρά από τις αμφιλεγόμενες εκλογές του 2009 και την επακόλουθη πολύμηνη εξέγερση υπό την ηγεσία του Πράσινου Κινήματος. Δεύτερον, άνοιξε χώρο στην Τεχεράνη να διαπραγματευτεί μια πυρηνική συμφωνία με την Ουάσιγκτον εν μέσω των πιο αυστηρών κυρώσεων που είχε βιώσει η χώρα.
Εκτός από το ότι υπέστη σοβαρό οικονομικό πόνο από τις κυρώσεις, η Τεχεράνη πάλευε να εξισορροπήσει μια επιθετική ατζέντα εξωτερικής πολιτικής με την ανάγκη για εσωτερική ηρεμία. Ωστόσο, οι συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες επέτειναν τα ρήγματα στο εσωτερικό του ιρανικού πολιτικού κατεστημένου. Ενώ οι πραγματιστές υπό την ηγεσία του Ροχανί θεώρησαν τις συνομιλίες ως κρίσιμες για την εθνική ασφάλεια, οι ιδεολόγοι μεταξύ των κληρικών και εντός του IRGC προσπάθησαν να περιορίσουν τις επαφές και τις παραχωρήσεις στις ΗΠΑ επειδή έβλεπαν τις διαπραγματεύσεις ως ανατρεπτικές για το καθεστώς.
Ο Τραμπ επανάφερε τους υπερ-Συντηρητικούς ιδεολόγους
Η πυρηνική συμφωνία του 2015 ήταν μια σημαντική νίκη για τους πραγματιστές, αλλά ήταν βραχύβια.
Όταν το 2018 οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από την πυρηνική συμφωνία και επέβαλλαν εκ νέου κυρώσεις υπονόμευσαν σοβαρά τους πραγματιστές συντηρητικούς του Ιράν. Τα ιρανικά αντίποινα, συμπεριλαμβανομένης μιας επίθεσης το 2019 σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας που διέκοψε τη μισή παραγωγή αργού του βασιλείου, οδήγησαν τις ΗΠΑ να δολοφονήσουν τον επικεφαλής της Δύναμης Quds του IRGC, Κασέμ Σουλεϊμανί, στις αρχές του 2020. Η δολοφονία του Σουλεϊμανί ενθάρρυνε τους ιδεολόγους και αποδυνάμωσε περαιτέρω τους πραγματιστές συντηρητικούς, οι οποίοι είχαν χάσει σημαντικό έδαφος κατά τη δεύτερη θητεία του Ροχανί (2017-21).
Η αποδυνάμωση του Καμενεΐ
Ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2021, το Συμβούλιο των Φρουρών περιόρισε τη δεξαμενή των υποψηφίων για να εξασφαλίσει τη νίκη του Εμπραχίμ Ραΐσι, ενός σκληροπυρηνικού ιδεολόγου και πρώην εισαγγελέα διαβόητου για την καταστολή της διαφωνίας στη χώρα. Αλλά οι πραγματιστές συντηρητικοί δεν ήταν οι μόνοι που περιορίστηκαν. Η επιρροή του ίδιου του Χαμενεΐ στο σύστημα είχε εξασθενίσει.
Αυτό φάνηκε όταν ο πρώην αρχηγός εθνικής ασφάλειας και πρόεδρος του κοινοβουλίου Αλί Λαριτζάνι, μεγαλύτερος αδελφός του πρώην αρχηγού του δικαστικού σώματος Σαντέκ Λαριτζάνι και φαβορί στην κούρσα, αποκλείστηκε. Ο Χαμενεΐ προσπάθησε να ανατρέψει την απόφαση, αλλά το Συμβούλιο των Φρουρών έμεινε στη θέση του.
Υπό τη σκιά ανησυχιών και φόβων για την προχωρημένη ηλικία του και την κακή υγεία του, ο Χαμενεΐ είχε χάσει εδώ και καιρό την επιρροή του καθώς το σύστημα που διαμόρφωσε και του οποίου προήδρευσε για περισσότερα από 30 χρόνια προετοιμαζόταν για τον διάδοχό του. Εν τω μεταξύ, το κατεστημένο υπό την ηγεσία του IRGC κέρδιζε δύναμη. Οι σκληροπυρηνικοί φοβήθηκαν ότι θα μπορούσαν να παραμεριστούν, ειδικά με τις ένοπλες δυνάμεις να μην είναι τόσο αφοσιωμένες στη θεοκρατία όσο οι κληρικοί. Όμως στο Ραΐσι είχαν έναν δικό τους πρόεδρο.
Η δολοφονία Αμινί σημείο καμπής
Η κυβέρνηση Raisi είναι η πιο δεξιά στην ιστορία της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Σε μια προσπάθεια να εδραιώσει την κυριαρχία του στο κράτος, ειδικά μετά από αρκετούς γύρους διαμαρτυριών τα τελευταία χρόνια για όλο και πιο σκληρές οικονομικές συνθήκες, η κυβέρνηση Raisi ενίσχυσε τους δημόσιους περιορισμούς, ειδικά τον δημόσιο κώδικα ενδυμασίας για τις γυναίκες. Αυτό οδήγησε τον Σεπτέμβριο του 2022 τον θάνατο της Mahsa Amini, μιας νεαρής γυναίκας από την επαρχία Κουρδιστάν, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση στην αστυνομία ηθικής. Η Amini είχε συλληφθεί επειδή δεν φορούσε σωστά το χιτζάμπ ενώ επισκεπτόταν την πρωτεύουσα.
Ο θάνατός της πυροδότησε τις χειρότερες δημόσιες διαμαρτυρίες από εκείνες που έφεραν το ισλαμικό καθεστώς στην εξουσία πριν από δεκαετίες. Οι διαδηλωτές σε όλη τη χώρα, πολλές από τις οποίες ήταν γυναίκες, αψήφησαν ανοιχτά τις αρχές σε βίαιες διαδηλώσεις που διήρκεσαν σχεδόν ένα χρόνο.
Ήταν τέτοιο το επίπεδο αναταραχής που πολλά ανώτερα στελέχη του καθεστώτος επέκριναν την κυβέρνηση και προειδοποίησαν ότι η αναταραχή απειλούσε την Ισλαμική Δημοκρατία. Ο ίδιος ο Χαμενεΐ αναγκάστηκε να πάει σε άμυνα και εξέδωσε δημόσια δήλωση ότι οι γυναίκες που δεν τηρούν συντηρητικά το χιτζάμπ δεν πρέπει να θεωρούνται λιγότερο πιστοί πολίτες.
Κορυφαία στελέχη του καθεστώτος ανακοίνωσαν ότι οι νόμοι που σχετίζονται με τον κώδικα γυναικείας δημόσιας ένδυσης θα αναθεωρηθούν, αν και δεν έχουν ληφθεί συγκεκριμένες ενέργειες. Οι διαδηλώσεις σταμάτησαν στα μέσα του 2023, αλλά έμοιαζαν με ένα συστημικό σοκ για το καθεστώς, το οποίο φοβόταν ότι οι μαζικές διαδηλώσεις απειλούσαν την ύπαρξή του ενόψει μιας κρίσιμης μετάβασης.
Οι διαιρέσεις εντός του καθεστώτος έγιναν ακόμη πιο έντονες.
To drive των ιδεολόγων
Σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την επιρροή τους, οι ιδεολόγοι επιδίωξαν στις εκλογές αυτού του μήνα να αποκτήσουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και, το πιο σημαντικό, στη Συνέλευση των Εμπειρογνωμόνων. Δεδομένου ότι η Συνέλευση των Εμπειρογνωμόνων εκλέγεται για οκταετή θητεία,
Τα νέα μέλη του πιθανότατα θα αποφασίσουν ποιος θα διαδεχθεί τον Χαμενεΐ για να γίνει ο τρίτος ανώτατος ηγέτης της χώρας. Εν τω μεταξύ, η κυριαρχία των ιδεολόγων στο Συμβούλιο των Φρουρών τους επέτρεψε να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό από τους πραγματιστές. Ωστόσο, πολλές περιφέρειες πρόκειται να διεξαχθεί δεύτερος γύρος για την πλήρωση των βουλευτικών εδρών,
ενώ η ακριβής σύνθεση της Συνέλευσης των Εμπειρογνωμόνων παραμένει άγνωστη.
Μεταξύ της εκτεταμένης και αυξανόμενης δημόσιας δυσαρέσκειας, της επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών και των εντεινόμενων αγώνων εξουσίας μεταξύ των ελίτ, το μέλλον του ιρανικού καθεστώτος πιθανότατα θα κριθεί από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, οι οποίες δεν είναι απρόσβλητες από ευρύτερα δημόσια αισθήματα.