Tο πρόγραμμα-κορωνίδα της ΕΕ, το περίφημο Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 800 δισ. ευρώ που προορίζεται να χρηματοδοτήσει την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, βαλτώνει λόγω γραφειοκρατίας, σύμφωνα με έναν από τους κορυφαίους Ευρωπαίους βιομηχάνους.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι λιγότερο από το ένα τρίτο των πόρων έχει μέχρι στιγμής εκταμιευθεί, τονίζει ο Jean-François van Boxmeer, επικεφαλής του βιομηχανικού φόρουμ European Round Table, που βρίσκεται μεταξύ άλλων στο τιμόνι της Heineken και της Vodafone.
Το εν λόγω λόμπι υποστηρίζει ότι το Tαμείο NextGen – που συχνά διαφημίζεται ως ευρωπαϊκός προάγγελος του νόμου Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού – είναι «πολύ δυσπρόσιτο». Αντίθετα, προτείνει στην ΕΕ να ανανεώσει την προσέγγισή της στα μεγάλα έργα υποδομής. Το Tαμείο, που προέκυψε ως οικονομική απάντηση στην πανδημία και χρηματοδοτήθηκε από κοινό δανεισμό, βρίσκεται στα μισά του προγραμματισμένου χρόνου ζωής του (2021-2026).
Ωστόσο, έως τον Δεκέμβριο είχε εκταμιευθεί μόνο το 30% των διαθέσιμων επιχορηγήσεων και δανείων, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ. «Υπάρχουν πολλά εμπόδια και κριτήρια που πρέπει να πληρούνται», δήλωσε σε συνέντευξή του στους Financial Times ο van Boxmeer. Στα μέλη του European Round Table περιλαμβάνονται διευθυντικά στελέχη από περίπου 60 μεγάλες βιομηχανικές και τεχνολογικές εταιρείες της Ευρώπης. Σύμφωνα με το σχεδιασμό του Ταμείου Ανάκαμψης, οι εκταμιεύσεις εξαρτώνται από το εάν οι εθνικές κυβερνήσεις επιτυγχάνουν τους στόχους που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που συχνά προϋποθέτει θέσπιση νόμων.
Μόλις το 18% των σχετικών ορόσημων έχουν εκπληρωθεί, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ. Ορισμένες χώρες, ιδίως η Πολωνία και η Ουγγαρία, δεν έχουν αγγίξει το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων, λόγω ανησυχιών για παραβιάσεις του κράτους δικαίου. Άλλες, όπως η Ιταλία, ο μεγαλύτερος αποδέκτης χρηματοδότησης, ζήτησαν χρονική επιμήκυνση του προγράμματος λόγω δυσαπορρόφησης.
Το ταμείο ανάκαμψης ήταν «κατακερματισμένο» και εξαρτιόταν από κάθε κράτος μέλος, με «πλήρη έλλειψη ευρωπαϊκού σχεδιασμού», καθώς ήταν μια επείγουσα απάντηση στην πανδημία με στόχο την επιτάχυνση υφιστάμενων εθνικών έργων, δήλωσε ο Simone Tagliapietra, ανώτερος συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Bruegel που εδρεύει στις Βρυξέλλες.
Ο Van Boxmeer πρότεινε στην ΕΕ να προχωρήσει σε άμεσες και απευθείας δαπάνες σε έργα υποδομής που ωφελούν όλη την Ευρώπη, όπως οι διεθνείς συνδέσεις ηλεκτρικού δικτύου, αντί να διοχετεύει τη χρηματοδότηση στα κράτη μέλη. Πρόσθεσε ότι η βιομηχανία θέλει να δει «περισσότερη Ευρώπη, αλλά και διαφορετική Ευρώπη», μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις απαιτούν από την Ευρώπη να υιοθετήσει μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση για την ενέργεια, καθώς οι εταιρείες της ΕΕ αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερο κόστος σε σχέση με τις ανταγωνίστριες σε ΗΠΑ και Κίνα.
Ο Tagliapietra εκτιμά ότι η ΕΕ χρειάζεται «ισχυρό κοινό προϋπολογισμό» για δημόσια αγαθά, όπως οι διασυνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών — και ότι μια τέτοια συντονισμένη προσέγγιση θα μειώσει το επενδυτικό κόστος. Η Boston Consulting Group εκτιμά ότι οι επενδύσεις που απαιτούνται σε υποδομές μεταφορών ενέργειας θα ανέλθουν συνολικά σε 800 δισ. ευρώ έως το 2030, και σε 2,5 τρισ. ευρώ έως το 2050. «Πρέπει να επανεξεταστεί η κλίμακα της ενεργειακής μετάβασης στην ευρωπαϊκή αγορά, ώστε να λειτουργεί για όλους τους Ευρωπαίους», δήλωσε ο van Boxmeer.
«Η ανάπτυξή μας είναι υποτονική». Το φόρουμ των βιομηχάνων θεωρεί ότι προτεραιότητα για την επόμενη Επιτροπή θα πρέπει να είναι η τόνωση της ανάπτυξης μέσω ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς, η οποία, όπως λέει, εξακολουθεί να περιορίζεται από περίπου 100 μη δασμολογικούς φραγμούς.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία έχει χάσει σημαντικό έδαφος έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας τα τελευταία 20 χρόνια, δήλωσε ο van Boxmeer. «Η βελτίωση της ενιαίας αγοράς θέλει σκληρή δουλειά». Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα momentum “Ντελόρ”», πρόσθεσε, αναφερόμενος στον αείμνηστο Ζακ Ντελόρ, πρώην πρόεδρο της Επιτροπής και αρχιτέκτονα της ενιαίας αγοράς. «Ήρθε σε μια εποχή που αμφισβητούνταν και πάλι η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα. Οι αρχές της δεκαετίας του 1980 δεν ήταν ένδοξη εποχή. Τώρα ζούμε ξανά μια εποχή Ντελόρ, με την έννοια ότι πρέπει να προχωρήσει η ενσωμάτωση κάποια βήματα ακόμη».