Αντιφατικά είναι τα μηνύματα που έστειλε από το Νταβός για το Χρηματιστήριο ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, καθώς αν και από τη μια επέμεινε στην προοπτική άμεσου IPO για το Ελ. Βενιζέλος, εμφανίστηκε αβέβαιος για την πλήρη αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Τράπεζα Πειραιώς.
Στάση που μπορεί να υπονομεύσει την προοπτική αναβάθμισης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας στις αναδυόμενες αγορές υιοθέτησε σε συνέντευξή του στο Bloomberg στο περιθώριο του World Economic Forum στο Νταβός ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, δήλωσε ότι ακόμη η κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει αν θα συναινέσει στην πλήρη αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Τράπεζα Πειραιώς, ή αν θα είναι μερική και τμηματική. Από την άλλη πλευρά, επιβεβαίωσε την προοπτική IPO για το Ελ. Βενιζέλος, με την πλήρη αποεπένδυση του ΤΧΣ που θα πουλήσει το 30% που διαθέτει για να αντλήσει 1,1 δισ.
Για την αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου από τις αναδυόμενες στις ώριμες αγορές βασικό κριτήριο είναι το free float της κεφαλαιοποίησης της αγοράς. Η MSCI που δημοσιεύει τις αξιολογήσεις τον Ιούνιο διαπιστώνει την κατάσταση και την προοπτική των αγορών. Στην έκθεση δεν αναβαθμίζει αμέσως τις αγορές αλλά δίνει status “υπό αναθεώρηση για πιθανή αναβάθμιση”, το οποίο δαιτηρείται από 12 έως 24 μήνες, περίοδος κατά την οποία ολοκληρώνεται η υλοποίηση των προαπαιτούμενων, πολλές φορές με τη συμβολή της πρόσθετης ροής κεφαλαίων που δημιουργείται εξαιτίας της προοπτικής αναβάθμισης.
Οι δηλώσεις Μητσοτάκη
«Δεν έχουμε αποφασίσει ακόμη εάν το ελληνικό κράτος θα πουλήσει μέρος ή το σύνολο του μεριδίου του 27% της Τράπεζας Πειραιώς. Αναμένουμε νέα σύντομα», ανέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg στην Francine Lacqua στο Νταβός την Παρασκευή, σχολιάζοντας το σχεδιαζόμενο placement στην Τράπεζα Πειραιώς, που έχει στην κατοχή του το ΤΧΣ.
Όσον αφορά τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε ότι τους «πρώτους μήνες του 2024», η χώρα θα προχωρήσει σε αρχική δημόσια προσφορά για το 30% του μεγαλύτερου αερολιμένα της χώρας, μία κίνηση που στοχεύει να συγκεντρώσει έως και 1 δισεκατομμύριο ευρώ (1,1 δισεκατομμύρια δολάρια).
Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η χώρα βρίσκεται στην αρχή ενός μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού κύκλου, σημειώνοντας ότι «Χρειαζόμαστε περισσότερο ανταγωνισμό στον τραπεζικό τομέα».
Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη, η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας το 2023 αναμένεται να ξεπεράσει τις περισσότερες ομοειδής ευρωπαϊκές χώρες, ενισχυμένη από μια ακόμη ισχυρή χρονιά για τον βασικό προϊόν της χώρας μας που αφορά τον τουριστικό τομέα.
Επιπλέον, ο Πρωθυπουργός επεσήμανε την αξία της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας κατά το β’ εξάμηνο του 2023, την οποία η Ελλάδα είχε χάσει σχεδόν 14 χρόνια νωρίτερα, καθώς έμπαινε στην δεκαετή κρίση χρέους της.
Μείωση χρέους με… ιδιωτικοποιήσεις
“Η χώρα πρέπει τώρα να ισορροπήσει τη δημοσιονομική της σύνεση με τη βιώσιμη ανάπτυξη”, δήλωσε ο Πρωθυπουργός, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση προωθεί ένα σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο θα συμβάλει στη μείωση του χρέους της Ελλάδας, που παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, παρά την απότομη πτώση τα τελευταία δύο χρόνια.
Ταυτόχρονα, η Αθήνα προχωρά ήδη με το σχέδιό της για αποεπένδυση από τους ελληνικούς δανειστές.
Ο Πρωθυπουργός εξήγησε ότι κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων διάσωσης της Ελλάδας, η χώρα έπρεπε να εισφέρει χρήματα για να σώσει τις τράπεζές της.
“Τώρα όμως, η κυβέρνηση θέλει να εγκαταλείψει τον κλάδο μέχρι το τέλος του 2025. Το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας — ένα εργαλείο ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών που δημιουργήθηκε στην αρχή των προγραμμάτων διάσωσης της Ελλάδας — έχει ήδη εξέλθει πλήρως από την Eurobank Ergasias Services and Holdings SA και την Alpha Bank SA”, πρόσθεσε.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα πούλησε τρία τραπεζικά μερίδια το τελευταίο τρίμηνο του 2023, ενώ η χώρα θέλει να εκποιήσει ό,τι έχει απομείνει έως το τέλος του 2025.
Τον Νοέμβριο, πούλησε επίσης ποσοστό 22% στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, αντλώντας περισσότερα από 1 δισ. ευρώ, ενώ, για το 2024, η κυβέρνηση αναμένει να λάβει 5,77 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις, σε σύγκριση με 406,4 εκατ. ευρώ πέρυσι.