Απρόσμενες διαστάσεις λαμβάνει η υπόθεση εμπορίας ναρκωτικών στην οποία συνελήφθησαν -μεταξύ άλλων- και ανώτατος αξιωματικός του Λιμενικού και ένας ακόμη λιμενικός, καθώς αμφότεροι φαίνονται διατεθειμένοι να δώσουν πληροφορίες που εμπλέκουν πρόσωπα και σε πολιτικό επίπεδο.
Διαστάσεις που θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν ανεξέλεγκτες προσλαμβάνει η υπόθεση εμπορίας ναρκωτικών με εμπλοκή του διευθυντή της δίωξης ναρκωτικών του Λιμενικού και ενός ακόμα από το ίσιο Σώμα.
Η αποκάλυψη και ανάδειξη τέτοιων υποθέσεων διαφοράς στα σώματα ασφαλείας μπορεί να προκαλεί βραχυχρόνιους πολιτικούς και κοινωνικούς κλυδωνισμούς, συμβάλλει όμως καθοριστικά στην αναβάθμιση της Ελλάδας στους σχετικούς δείκτες, περιορίζοντας προοδευτικά το country risk και ευνοώντας τη συνολική ανέλιξη της ποιότητας της Δημοκρατίας, βασικού δείκτη που θα συμβάλλει στην περαιτέρω ενίσχυση τόσο των πολιτικών προοπτικών, όσο και την οικονομικών.
Η υπόθεση
Ήδη, ο αρχηγός του Λιμενικού Σώματος Αντιναύαρχος Λ.Σ. Γεώργιος Αλεξανδράκης έθεσε άμεσα σε διαθεσιμότητα δύο στελέχη του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής για τα οποία έχει σχηματιστεί σε βάρος τους δικογραφία από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Παράλληλα, διατάχθηκε η διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (ΕΔΕ).
Επίσης ο υπουργός Ναυτιλίας Χρήστος Στυλιανίδης δήλωσε για την υπόθεση:
«Δηλώνω κατηγορηματικά ότι το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και το Αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής είναι αμείλικτα σε φαινόμενα διαφθοράς και παράβασης καθήκοντος που αφορούν στελέχη του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. έχουν διαχρονικά πολύ στενή συνεργασία με την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας με πάγιο στόχο την καταπολέμηση και πάταξη κάθε έκνομης ενέργειας και φαινομένων διαφθοράς. Όσοι κρίνονται αρμοδίως από την ελληνική δικαιοσύνη ως επίορκοι βαθμοφόροι δεν έχουν καμία απολύτως θέση στις τάξεις του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής».
Οι αστυνομικοί προχώρησαν σε δέκα συλλήψεις μελών μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά ενώ σχηματίστηκαν δικογραφίες και για τρεις έγκλειστους στις φυλακές.
Η δράση της εγκληματικής οργάνωσης
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση ο τρόπος δράσης ήταν ο εξής: «Αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης ήταν 71χρονη, έγκλειστη σε κατάστημα κράτησης, η οποία αποτελούσε τον ιθύνοντα νου της οργάνωσης, καθώς ήταν επιφορτισμένη με την επιμέλεια και την υλοποίηση όλου του επιχειρησιακού σκέλους. Τα μέλη της οργάνωσης πειθαρχούσαν στις εντολές της και δεν ενεργούσαν, αν δεν εξασφάλιζαν προηγουμένως τη σύμφωνη γνώμη της.
Λάμβανε υψηλότατα μέτρα αυτοπροστασίας, καθώς συνομιλούσε με τα υπόλοιπα μέλη χρησιμοποιώντας συνθηματικά και προσωνύμια, χρησιμοποιώντας κατά βάση καρτοτηλέφωνα του καταστήματος κράτησης. Είχε φροντίσει για την απαραίτητη υποδομή της οργάνωσης, παρέχοντας χώρο – καβάτζα, ενώ ταυτόχρονα είχε αναπτύξει το δίκτυο από την αρχική προμήθεια μέχρι την τελική πώληση των ναρκωτικών ουσιών.
Τα κέρδη της οργάνωσης μοιράζονταν στα υπόλοιπα μέλη μόνο καθ’ υπόδειξη της και αφού πρώτα καθόριζε το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα. Διαθέτει πλούσιο ποινικό παρελθόν στη διάπραξη παρόμοιων εγκληματικών πράξεων, γεγονός που καταδεικνύεται και από τον επαγγελματικό σχεδιασμό των παράνομων ενεργειών της οργάνωσης».
Οι δύο λιμενικοί
Επίσης «κατώτερος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος, αποτελούσε ζωτικό μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, επιφορτισμένος με το ρόλο του κύριου προμηθευτή των ναρκωτικών ουσιών. Εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του και το τμήμα του Λιμενικού στο οποίο υπηρετούσε, κατάφερνε να εξασφαλίζει ποσότητες, οι οποίες είχαν άμεση σχέση με τις υποθέσεις που ερευνούσαν, ενώ εκτιμάται βάσιμα ότι προέρχονταν από τις ναρκωτικές ουσίες που φυλάσσονταν στην αποθήκη της υπηρεσίας του και προορίζονταν για καύση.
Με τον τρόπο αυτό, εξασφάλιζε στην οργάνωση μηδενικό κόστος της ναρκωτικής ουσίας, έχοντας ως αντίκτυπο τα τεράστια περιθώρια κέρδους που είχαν από την μεταπώληση της στους τελικούς διακινητές. Λάμβανε ιδιαίτερα μέτρα, χρησιμοποιώντας τηλεφωνικές συνδέσεις καταχωρημένες σε ανύπαρκτους αλλοδαπούς, ενώ χρησιμοποιούσε άλλη τηλεφωνική σύνδεση για τις επικοινωνίες του με την αρχηγό και άλλη για τις επικοινωνίες του με έτερα μέλη».
Επιπλέον ανώτερος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος «μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, παρείχε εκ της θέσης του, την απαραίτητη κάλυψη και πρόσβαση στον υφιστάμενο του και βασικό προμηθευτή της εγκληματικής οργάνωσης».
Πώς επικοινωνούσαν
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ κατά τις συνομιλίες τους, τις οποίες κατά κύριο λόγω διεξήγαγαν μέσω τηλεφωνικών συνδέσεων που ήταν καταχωρημένες σε «ανύπαρκτους» αλλοδαπούς, χρησιμοποιούσαν συγκεκριμένα συνθηματικά, ώστε να δυσχεραίνουν την αποκρυπτογράφηση τους από τις διωκτικές Αρχές και συγκεκριμένα: – «μηχανάκια», «πληροφορίες», «τηλέφωνα» = ποσότητες ναρκωτικής ουσίας, – «αριθμοί» = λεφτά, – «βραστό» = κοκαΐνη για χρήση ως «φρίμπα», – «μονόζυγο» = ζυγαριά ακριβείας, – «νούμερα» = ύψος χρημάτων ανά 1.000 ευρώ, – «γατάκια» = κιλά κοκαΐνης, – «πράγματα» = ναρκωτικά, – «δραχμή» = γραμμάριο, – «ντάριπε» = (αναγραμματισμός) πεντάρι, δηλαδή πέντε.
Η εξάρθρωση, η κατάσχεση και τα κέρδη
Στην ίδια ανακοίνωση σημειώνεται ότι συστήθηκε ειδική επιχειρησιακή ομάδα όπου κατά τις απογευματινές ώρες της 16ης Δεκεμβρίου και στο πλαίσιο επικείμενης προμήθειας ναρκωτικών ουσιών, συνελήφθη ο κατώτερος αξιωματικός του Λιμενικού, ο οποίος κατά τη στιγμή της σύλληψής του αντιστάθηκε σθεναρά και προσπάθησε να απορρίψει σακίδιο πλάτης, το οποίο στη συνέχεια κατασχέθηκε, καθώς έφερε 3 ορθογώνιες συσκευασίες (πλάκες) και 2 αυτοσχέδιες συσκευασίες, που περιείχαν κοκαΐνη, συνολικού μικτού βάρους 5 κιλών και 179 γραμμαρίων.
Υπολογίζεται ότι η εγκληματική οργάνωση διακίνησε τουλάχιστον 14 κιλά και 500 γραμμάρια κοκαΐνης, ενώ το παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν τα μέλη της ανέρχεται στο 1.232.000 ευρώ.
Οι συλληφθέντες, με τη σε βάρος τους σχηματισθείσα δικογραφία, οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή και παραπέμφθηκαν σε κύρια ανάκριση.