Να θέσει τις φυσικές καταστροφές, την κλιματική αλλαγή και τη βιώσιμη ανάπτυξη στο επίκεντρο επιχείρησεο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας, με την ομιλία του στο συνέδριο του Economist, αναδεικνύοντας παράλληλα την ελληνική κρίση ως “μαμή” για την εδραίωση πολιτικών αποτελεσματικής διαχείρισης και πρόληψης κρίσεων στη ζώνη του ευρώ.
«Η Ελλάδα ήταν μια μαμή της ιστορίας για την Ευρωζώνη. Χωρίς την Ελλάδα, το ευρώ δεν θα υπήρχε σήμερα», ανέφερε χαρακτηριστικά από το βήμα του Economist ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, εννοώντας ότι η ελληνική κρίση ήταν που δημιούργησε τις συνθήκες μιας αποτελεσματικής διακυβέρνησης για την αποτροπή κρίσεων στη ζώνη του ευρώ.
Διαβάστε την ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα
Ο Γιάννης Στουρνάρας αναγνώρισε τις αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις στην τρέχουσα συγκυρία, επανέλαβε όμως την ανάγκη οι συνεκτικές πολιτικές για τη διασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής να μην επιβραδυνθούν. Αν και το αντικείμενο της παρατήρησης είναι ιδιαίτερα ευρύ και ασαφές, εν τούτοις η κεντρική ιδέα της επιμονής στις δομικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της προσαρμοστικότητας και της ευελιξίας των οικονομιών στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες είναι εμπεδωμένη.
Auditor’s note: Το debate στην Ευρώπη
Στην Ευρώπη, πάντως, το debate εντοπίζεται στην ενεργειακή μετάβαση, τα εργαλεία, τη χρηματοδότηση και την επιλογή των σχετικών δράσεων. Ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ σε μια σειρά από κεντρικά ζητήματα, ιδιαίτερα στην τόνωση της βιομηχανίας και την κάλυψη του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας αποτελούν σταθερά μείζον ζήτημα.Αναφερόμενος στην κλιματική αλλαγή, ο κ. Στουρνάρας επικαλέστηκε μελέτη σύμφωνα με την οποία χρειαζόμαστε 1,6 φορές τη Γη ώστε να διατηρήσουμε το σημερινό βιοτικό επίπεδο, καθώς οι απαιτήσεις είναι πια πολύ περισσότερες από τους πόρους που προσφέρει ο πλανήτης.
«Τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν γίνει πιο συχνά και πιο σφοδρά, με αυξανόμενες απώλειες στο κεφάλαιο –ανθρώπινο, φυσικό και οικονομικό. Ας αναλογιστούμε τις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού και φθινοπώρου, που διατάραξαν υπηρεσίες και προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στα συστήματα και τις υποδομές. Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στην επώδυνη διαπίστωση του πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση είναι η ευημερία και, εν τέλει, η επιβίωσή μας», παρατήρησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο ίδιος εξέφρασε την εκτίμηση ότι οι σχετικές επενδύσεις εξακολουθούν να μην είναι επαρκείς και πως υπάρχουν κρίσιμες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν σε θεσμικό επίπεδο προκειμένου να κινητοποιηθεί το τεράστιο ποσό των χρηματοδοτικών πόρων που απαιτείται. «Για παράδειγμα, υπάρχει έλλειψη κοινών μεθοδολογιών και επαρκούς διαφάνειας στις αξιολογήσεις των επιδόσεων των εταιρειών σε θέματα ESG, κάτι που δεν συμβάλλει στη δημιουργία ισχυρής ενιαίας αγοράς για τη χρηματοδότηση της βιωσιμότητας. Επιπλέον, τα πολλαπλά εθελοντικά πλαίσια αναφοράς των εκθέσεων βιωσιμότητας και η απουσία σχεδίων μετάβασης των εταιρειών δυσχεραίνουν την αποτελεσματική κατανομή κεφαλαίων και τη λήψη ορθών αποφάσεων για επενδύσεις και διαχείριση κινδύνων. Επίσης, ο ρυθμός και το μέγεθος της χρηματοδότησης για έργα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή παραμένουν αρκετά κάτω από αυτά που χρειάζεται», ανέφερε ενδεικτικά.
Προαπαιτούμενο η δημοσιονομική ενοποίηση
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι δεν θα δοθούν οριστικές απαντήσεις στα προβλήματα χωρίς μεγαλύτερη και ευρύτερη δημοσιονομική ενοποίηση, ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και δημιουργία μιας πραγματικής ένωσης των αγορών κεφαλαίων. «Δεν πρέπει όμως να περιμένουμε να ωριμάσουν οι πολιτικές συνθήκες στη ζώνη του ευρώ για να προχωρήσουν όλα αυτά μαζί. Για παράδειγμα, η ένωση των αγορών κεφαλαίων είναι ήδη ώριμη να υλοποιηθεί άμεσα, όπως αντίστοιχα και οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διαχείριση των τραπεζικών κρίσεων και το ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης καταθέσεων», σχολίασε ο διοικητής της ΤτΕ, ο οποίος αναγνώρισε ότι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα αποτελούν πηγή αστάθειας και ευπάθειας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς μπορούν να επηρεάσουν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και να δημιουργήσουν κλυδωνισμούς στη σταθερότητα των τιμών.