Η αποχώρηση μεγάλων δυτικών επιχειρήσεων από τη Ρωσία εξαιτίας των κυρώσεων και οι περιορισμοί που επέβαλε ο Βλάντιμιρ Πούτιν, δημιούργησε κενό επιχειρηματικής τάξης, ενώ η πίεση για πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων δημιούργησε ευκαιρίες, ευνοώντας έτσι τη δημιουργία νέας επιχειρηματικής ελίτ που αγόρασε υψηλής ποιότητας assets σε distress τιμές.
Μια νέα ομάδα ρωσικής επιχειρηματικής ελίτ έχει εμφανιστεί για να επωφεληθεί από το κενό που έμεινε όταν οι διεθνείς εταιρείες αποχώρησαν ξαφνικά μετά την εισβολή του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία.
Το τελευταίο κύμα επιχειρηματιών που εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία τους άρπαξαν περιουσιακά στοιχεία σε μειωμένες τιμές μετά τον πόλεμο που ώθησε τις πολυεθνικές να αποχωρήσουν λόγω της πίεσης από τις κυρώσεις και τους δικούς τους επενδυτές.
Ο γίγαντας του fast food McDonald’s Corp., ο όμιλος συσκευασίας Ball Corp. και η εταιρεία κατασκευής χημικών ουσιών Henkel AG είναι μεταξύ των εταιρειών που πούλησαν δραστηριότητες αξίας τουλάχιστον 21 δισ. δολαρίων το 2022 και το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με εκτίμηση του πρακτορείου ειδήσεων και έρευνας AK&M.
Ενδεικτικό για να αντιληφθεί κανείς την έκταση της αναδιάταξης της επιχειρηματικής ελίτ της Ρωσίας, εξαιτίας του πολέμου, είναι ότι οι αγοραστές δεν προέρχονται από τις τάξεις των πλουσιότερων της χώρας και οι περισσότεροι δεν είναι διεθνών γνωστοί. Σε πολλές περιπτώσεις, οι νέοι ιδιοκτήτες δραστηριοποιούνται για δεκαετίες στις επιχειρήσεις που αγόρασαν και άλλοι ήταν συνεργάτες μεγάλων επιχειρηματιών. Μάλιστα, σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη της παλιάς φρουράς, δεν έχουν συμπεριληφθεί στους καταλόγους κυρώσεων των ΗΠΑ ή της ΕΕ.
Οι μεγιστάνες είναι δικαιούχοι της περαιτέρω στροφής της Ρωσίας προς τα μέσα στο τελευταίο κύμα αναδιανομής περιουσιακών στοιχείων. Οι αρχικοί ολιγάρχες έχτισαν τον πλούτο τους από πόρους και το banking πριν από περισσότερες από τρεις δεκαετίες, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ακολούθως, αντικαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό από μια ομάδα που αναπτύχθηκε υπό τον Πούτιν.
To νέο κύμα… επενδυτών
Αγοραστές με διασυνδέσεις
Ο Ιβάν Ταβρίν, πρώην επικεφαλής μιας ρωσικής εταιρίας κινητής τηλεφωνίας και πρώην συνεργάτης του δισεκατομμυριούχου Alisher Usmanov, ξόδεψε πρόσφατα περισσότερα από 2 δισ. δολάρια στην τοπική επιχείρηση αγγελιών Avito της Prosus NV. Έχει αγοράσει και άλλα περιουσιακά στοιχεία, καθιστώντας τον τον μεγαλύτερο dealmaker εν καιρώ πολέμου μέχρι στιγμής.
Ο όμιλος Arnest του Alexey Sagal επικεντρώθηκε στα αρώματα και στα καλλυντικά προτού αποκτήσει τα περιουσιακά στοιχεία της Ball, εταιρίας συσκευασίας ποτών, τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους και στη συνέχεια απέκτησε τις ρωσικές δραστηριότητες της Heineken NV, συμπεριλαμβανομένων επτά ζυθοποιιών, έναντι 1 ευρώ τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους.
Η σύζυγος του Σαγκάλ, Έλενα, ήταν η γενική διευθύντρια της Arnest, προτού εκλεγεί ως γερουσιαστής στην Άνω Βουλή από το 2012 ως μέλος του κυβερνώντος κόμματος.
Ο Alexander Govor ήταν μεταξύ των πρώτων επενδυτών όταν ξεκίνησε το κύμα φυγής των ξένων εταιριών, αγοράζοντας τις δραστηριότητες των McDonald’s στη Ρωσία, τον Μάιο του 2022 και εργοστάσια συσκευασίας τον Σεπτέμβριο. Ενώ ο Govor ήταν ήδη συνεργάτης franchisee της αλυσίδας fast-food, η αγορά ολόκληρου του δικτύου των 850 ρωσικών εστιατορίων ήταν ένα μεγάλο βήμα από τη λειτουργία μόλις 25.
Η περιουσία του Govor προέρχεται από τη συμμετοχή του στο Yuzhkuzbassugol, έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς άνθρακα οπτανθρακοποίησης της Ρωσίας.
Αποχώρησε το 2007 μετά από δύο θανατηφόρες εκρήξεις σε ορυχείο, πουλώντας στον Evraz, τη χαλυβουργία που ανήκει εν μέρει στον δισεκατομμυριούχο Ρομάν Αμπράμοβιτς. Χρόνια αργότερα, ο επιχειρηματίας έγινε συνεργάτης franchisee της McDonald’s.
Ο Timur Gabidullin αγόρασε το εργοστάσιο χαρτοπολτού και χαρτιού της Sylvamo Corp., όπου ήταν ο γενικός διευθυντής.
Ορισμένοι γνωστοί μεγιστάνες κατάφεραν επίσης να επωφεληθούν από την έξοδο διεθνών εταιριών. Πριν νιώσει τη θέρμη των κυρώσεων από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Vladimir Potanin, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ρωσίας, αγόρασε την Rosbank PJSC από τη Societe Generale SA.
Ο αδικοχαμένος δισεκατομμυριούχος Αντρέι Κομάροφ αγόρασε τρία ρωσικά εργοστάσια από την παγκόσμια εταιρεία συσκευασίας Amcor Plc για περίπου 370 εκατομμύρια ευρώ (395 εκατομμύρια δολάρια).
Υπήρξαν επίσης κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων από τις οποίες επωφελήθηκαν άτομα που εφάπτονταν στον κύκλο του εξουσίας του Κρεμλίνου. Το καλοκαίρι του 2023, η κυβέρνηση ανέλαβε τον έλεγχο των τοπικών θυγατρικών της Danone SA και της Carlsberg A/S και διόρισε τους συμμάχους του Πούτιν να τους ηγηθούν.
Οι κανόνες του Κρεμλίνου
Οι περιορισμοί σε οποιονδήποτε επιθυμεί να πουλήσει ρωσικές επιχειρήσεις είναι ακόμη πιο ωφέλιμο για νέους αγοραστές.
Το 2022, το Κρεμλίνο απαγόρευσε σε ξένους επενδυτές να πωλούν ρωσικά περιουσιακά στοιχεία χωρίς την έγκριση ειδικής κυβερνητικής επιτροπής και διέταξε τα περιουσιακά στοιχεία να πωλούνται με έκπτωση τουλάχιστον 50% της αγοραίας αξίας, καθώς η χώρα προσπαθούσε να αποθαρρύνει τη βίαιη έξοδο ξένων εταιριών.
Σύμφωνα με τους κανόνες που εισήχθησαν νωρίτερα φέτος, οι επιχειρήσεις που επιδιώκουν να πουλήσουν τα ρωσικά περιουσιακά τους στοιχεία αντιμετωπίζουν πλέον υποχρεωτική συνεισφορά στον προϋπολογισμό, ακόμη και αν τα εκφορτώνουν για ένα συμβολικό ποσό ή δωρεάν.