Βαριές απώλειες από την αποεπένδυση του από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες θα επωμιστεί το ΤΧΣ, σύμφωνα με έκθεση του ΚΕΠΕ, το οποίο προσδιορίζει τις ζημιές περίπου στο 93,5% των 46 δισ.
Το ΤΧΣ έλαβε από τον ESM 50 δισ, για την ανακεφαλαποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, στις οποίες τελικά τοποθέτησε τα 46 δισ., λαμβάνοντας μετοχές. Συνολικά, οι απώλειες του ΤΧΣ εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στα 43 δισ., σηματδοτώντας απομείωση του επενδεδυμένου κεφαλαίου εώς και 93,5%. Εναλλακτικά, για να υπήρχε απόσβεση των 46 δισ. ευρώ τότε θα έπρεπε η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να ήταν τουλάχιστον 186% μεγαλύτερη από αυτή στις 6/10/2023.
Στην ανάλυσή του το ΚΕΠΕ αναφέρει ότι από τη συνολική έκθεση του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες των 46 δισ. ευρώ και τα στοιχεία κεφαλαιοποίησης σε αγοραίες τιμές προκύπτει ότι, ακόμα και αν το ΤΧΣ κατείχε το 100% των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, οι ζημίες που θα κατέγραφε από την πώληση των μετοχών θα άγγιζαν το ύψος σχεδόν των 30 δισ. ευρώ
Τη μεγάλη έκταση των ζημιών από την αποεπένδυση του ΤΧΣ (από τις συστημικές τράπεζες), καθιστά αναγκαία την επισήμανση τριών αξόνων, οι οποίοι θα πρέπει να συνοδεύσουν μία αποτίμηση της παρέμβασης του ελληνικού Δημοσίου στη διάσωση των συστημικών κυρίως τραπεζών, διαπιστώνει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στην τέταρτη Ανάλυση Επικαιρότητας για το 2023 με τίτλο «Η «αθέατη» πλευρά του φεγγαριού: Οι αρνητικές επιπτώσεις της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα»
Ειδκότερα μεταξύ άλλων διαπιστώνει ότι:
- Καθίσταται αναγκαίος ο λεπτομερής απολογισμός του έργου του ΤΧΣ σε όρους πλήρους διαφάνειας, όπως προτείνεται και από τη διεθνή βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα συνιστάται, μεταξύ άλλων, να ανακοινωθούν τα ακριβή κονδύλια ενίσχυσης για κάθε μία τράπεζα από την οποία απεμπλέκεται το ΤΧΣ, ώστε να είναι δυνατό να υπολογισθεί το καθαρό αποτέλεσμα μετά και την πώληση του αντίστοιχου μεριδίου λαμβάνοντας υπόψη τυχόν άλλα σχετικά έσοδα.
- Οι ενδιαφερόμενοι φορείς του Δημοσίου, καθώς και η ακαδημαϊκή – ερευνητική κοινότητα, οφείλουν να αξιολογήσουν τις πρακτικές που υιοθετήθηκαν από το ΤΧΣ στο πλαίσιο της διεθνούς εμπειρίας.
- Ο κεντρικός στόχος της παραπάνω αξιολόγησης πρέπει να είναι πρακτικός και να καταλήγει σε προτάσεις πολιτικής σχετικά με το τι πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί, δεδομένων των περιορισμών που επέβαλε η οικονομική συγκυρία, ούτως ώστε να αποφευχθούν παρόμοιες ζημιογόνες ενέργειες στο μέλλον για το ελληνικό Δημόσιο. Τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς και επείγοντα χαρακτήρα, ιδίως δε, αν λάβουμε υπόψη:
Τον υπερβολικό βαθμό κάλυψης των ιδίων κεφαλαίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις, οι οποίες είναι εν δυνάμει κρατική κεφαλαιακή ενίσχυση και το καθιστούν οιονεί δημόσιο.
Ότι σε άλλες χώρες, παρόμοιοι κρατικοί μηχανισμοί ύστερα από την αποεπένδυση κατέγραψαν είτε κέρδη είτε μικρότερες ζημίες.
Στην ανάλυσή του το ΚΕΠΕ αναφέρει ότι από τη συνολική έκθεση του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες των 46 δισ. ευρώ και τα στοιχεία κεφαλαιοποίησης (που διαπιστώνει και παραθέτει) σε αγοραίες τιμές προκύπτει ότι, ακόμα και αν το ΤΧΣ κατείχε το 100% των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, οι ζημίες που θα κατέγραφε από την πώληση των μετοχών θα άγγιζαν το ύψος σχεδόν των 30 δισ. ευρώ. Αυτό συνεπάγεται μία απόδοση κατά προσέγγιση ίση με -65%. Εναλλακτικά, για να υπήρχε απόσβεση των 46 δισ. ευρώ τότε θα έπρεπε η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να ήταν τουλάχιστον 186% μεγαλύτερη από αυτή στις 6/10/2023.
Στην ανάλυσή του το ΚΕΠΕ καταλήγει ότι με βάση το ποσό της συνολικής επένδυσης 46 δισ. ευρώ από το ΤΧΣ, οι υπαινισσόμενες ζημίες (implied losses) ανέρχονται σε 42 δισ. με 43 δισ. ευρώ. ή, εναλλακτικά, η υπαινισσόμενη απόδοση κυμαίνεται μεταξύ -91,3% και -93,5%.