Ως κίνηση που μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς πληρωμών από αυτά που δυνητικά θα μπορούσε να λύσει, ερμηνεύεται η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού να επιβάλλει το ιλιγγιώδες πρόστιμο των σχεδόν 25 εκατ. ευρώ στον ΟΠΑΠ, για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, υπολογίζοντας ελλειπτικά το μέγεθος της αγοράς.
Στην πραγματικότητα, η Επιτοπή Ανταγωνισμού βασιζόμενη στην οδηγία PSD 2, επιχειρεί να προσδιορίσει την αγορά e-payments αυτοτελώς ανά κλάδο δραστηριότητας, ήτοι για τον ΟΠΑΠ στο πλαίσιο των πρακτορείων του. Έτσι, εξαιρεί πολλές fintech και κυρίως τις τράπεζες. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, όμως, δεν προσδιορίζει το πρόστιμο στο ύψος των εσόδων των θυγατρικών του ΟΠΑΠ που δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά, αλλά στο σύνολο των εσόδων της μητρικής εταιρείας, των οποίων οι πληρωμές αποτελούν μικρό και μη-καθοριστικό τμήμα.
Η απόφαση, φαίνεται ότι στόχο έχει αφενός να δείξει την πυγμή του απερχόμενου προέδρου και να ανοίξει ρωγμές στη δυνατότητα των εταιριών να διαχειρίζονται μονομερώς το εταιρικό τους δίκτυο ως προς τις δραστηριότητες που δεν εντάσσονται τον κορμό.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η απόφαση αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει προοίμιο για αντίστοιχο πλήγμα στις τράπεζες, οι οποίες στα καταστήματά τους και στα ATM εξυπηρετούν και αποδέχονται πληρωμές μόνο μέσα από το δικό τους δίκτυο πληρωμών. Κάτι τέτοιο, αν και θα μπορούσε να έχει δυνητικά θετικά αποτελέσματα για τους καταναλωτές, ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε πόλεμο τιμών και στην εξαφάνιση των fintechs. Επίσης, θα μπορούσε να υπονομεύσει τη διάθεση μεγάλων δικτύων να προσφέρουν επιπλέον υπηρεσίες, περιορίζοντας έτσι κατ ουσία το πλεονέκτημα του καταναλωτή να επιλέξει από ευρεία και εύκολα προσβάσιμη γκάμα.
Σε επιχειρηματικό επίπεδο, αν η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τον ΟΠΑΠ ισχύσει και ιδιαίτερα ως προς το σκεπτικό του προσδιορισμού του ύψους του προστίμου, τότε ανοίγει ο δρόμος να επιβάλλει αντίστοιχες ποινές στις τράπεζες για τις δικές τους πρακτικές στο e-payment και στα δάνεια, καθώς και στη ΔΙΑΣ για τη διαχείριση των δικτύων, τα οποία όμως θα προσδιοριστούν επί του συνολικού τζίρου των τραπεζών. Κάτι τέτοιο, με τη σειρά του, θα υπονόμευε τις προοπτικές κερδοφορίας για το τραπεζικό σύστημα συνολικά, δυναμιτίζοντας το σενάριο βάσης των επενδυτών.
Μια τέτοια προοπτική, θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη τόσο για την πορεία του Χρηματιστηρίου, όσο και την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις συστημικές τράπεζες, καθώς θα ανέβαζε το ρίσκο και θα οδηγούσε σε επανεξέταση της παραγωγής οργανικής κερδοφορίας, ενώ τα πρόστιμα θα ήταν τέτοια που πιθανώς θα αναιρούσαν την προοπτική διανομής μερίσματος, καθώς θα ανάγκαζαν τις διοικήσεις να διενεργήσουν επιπλέον προβλέψεις, ακόμα και στην περίπτωση που τα αμφισβητήσουν δικαστικά!