Με τον Νετανιάχου να αποσαθρώνει τη Δικαιοσύνη και τις δομές του κράτους και τη Χαμάς απειλεί να σύρει την περιοχή σε μακρά περίοδο πολεμικών επιχειρήσεων και εγγενούς ανασφάλειας, το ενδεχόμενο αρνητικών οικονομικών επιπτώσεων δεν μπορεί να αγνοηθεί, όσο και αν θεωρείται ακόμη μακρινό.
Πολυεπίπεδοι είναι οι κίνδυνο που αντιμετωπίζει το Ισραήλ από το ενδεχόμενο εμπλοκής σε μια μακροχρόνια εμπόλεμη κατάταση με τη Χεζμπολάχ και το Ιράν και ενδεχομένως και με άλλες αραβικές χώρες, ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης με τη Χαμάς και της εκδικητικής ορμής προς κάλυψη πολιτικών αδιεξόδων.
Ήδη, αξιωματούχος του γενικού λογιαστηρίου του κράτους στο Ισραήλ που μίλησε στο Bloomberg προειδοποιεί για την ανάγκη χειρισμών ώστε να αποφευχθεί το -ακραίο- σενάριο υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Μπορεί, όπως σημειώνει, το Ισραήλ να έχει χαμηλό δημόσιο χρέος στο 60% και να αναμένει αμειρκανική στήριξη, οι δαπάνες για τον πόλεμο υπολογίζονται προκαταρκτικά σε 6,7 δισ. δολάρια με πρόβλεψη για ελεγχόμενες επιχειρήσεις συγκεκριμένης διάρκειας. Ενδεχόμενη παράταση ή/και μεγαλύτερες απώλειες και μια σειρά από αβεβαιότητες θα μπορούσαν, όχι μόνο να αυξήσουν τις δαπάνες για την πόλεμο, αλλά παράλλαληλα να απονευρώσουν την οικονομία, οδηγώντας την σε ύφεση.
Για την ώρα το Ισραήλ απολαμβάνει ιδιαίτερα υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση Α1, για την οποία όμως δεν λαμβάνεται υπόψη μόνο το χρέος και η δημοσιονομική διαχείριση, αλλά και οι ισχύς των θεσμών του κράτους, η διαφάνεια και οι αβεβαιότητες. Οι κινήσεις Νετανιάχου, υπ’ αυτό το πρίσμα, φαίνεται ότι οδηγούν σε οικονομικό ναυάγιο το Ισραήλ, το οποίο μετά από αλλεπάλληλους λάθος χειρισμούς, θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπο με κρίση αξιοπιστίας της κυβέρνησης.
Οι αγορές τσακίζουν το σέκελ
Ήδη, πάντως, στις αγορές το νόμισμα της χώρας καταποντίζεται και η κεντρική τράεπζα αναγκάστηκε να παρέμβει πολώντας μαικά συνάλλαγμα για να ανακόψει τη δυναμική, στη μεγαλύτερη παρέμβαση από το 2020.
Το ισραηλινό σέκελ διαπραγματεύτηκε περίπου 3,9 ανά USD, υποχωρώντας σε χαμηλό 7ετίας -το πιο αδύναμο επίπεδο από το 2016-, καθώς εντείνεται η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση.
Η Χαμάς επιτέθηκε στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου και το Ισραήλ άρχισε τα αντίποινα, με τον πρωθυπουργό Νετανιάχου να δεσμεύεται να συνεχίσει τον αγώνα χωρίς περιορισμούς ή ανάπαυλα μέχρι να επιτευχθούν οι στόχοι.
Η υποτίμηση του σέκελ ώθησε την Τράπεζα του Ισραήλ να πουλήσει έως και 30 δισεκατομμύρια δολάρια ξένου νομίσματος στην ανοιχτή αγορά, την πρώτη παρέμβαση σε περίπου δύο χρόνια και την πρώτη πώληση συναλλάγματος ποτέ, με στόχο να αποτρέψει περαιτέρω πτώση του σέκελ και να παράσχει τα απαραίτητα ρευστότητας στην αγορά. Πριν από την επίθεση της Χαμάς, το σέκελ ήταν ήδη υπό πίεση καθώς ο πρωθυπουργός Νετανιάχου επρόκειτο να λάβει μέτρα που αποδυναμώνουν το δικαστικό σύστημα της χώρας παρά μια σειρά διαμαρτυριών νωρίτερα μέσα στο έτος.
Πως ο Νετανιάχου σκάβει τον λάκκο του Ισραήλ
Οι μαζικές διαδηλώσεις κατά μιας αμφιλεγόμενης δικαστικής μεταρρύθμισης έχουν ενταθεί στο Ισραήλ μετά την ανακοίνωση του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου την καρατόμηση του υπουργού Άμυνας Γιόαβ Γκάλαντ, την οποία αργότερα ανακάλεσε και εν τέλει, μετά την επίθεση της Χαμάς, τον συμπεριέλαβε και στο πολεμικό συμβούλιο.
Ο Gallant τάχθηκε κατά της μεταρρύθμισης του Νετανιάχου που θα έδινε τον έλεγχο του διορισμού των δικαστών στην κυβέρνηση και θα επέτρεπε επίσης στο κοινοβούλιο να παρακάμψει το Ανώτατο Δικαστήριο. Ήδη, πριν από το ξέσπασμα της σύρραξης στη Γάζα, ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ είχε επισημάνει την άρνηση ορισμένων εφέδρων να εκπαιδευτούν υπό το φως των σχεδίων ως λόγο για να σταματήσει η μεταρρύθμιση για να μην τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια της χώρας.
Μετά την αποπομπή, αρκετοί ακόμη υπουργοί του υπουργικού συμβουλίου καθώς και ο πρόεδρος του Ισραήλ (ένας σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπικός ρόλος) μίλησαν επίσης κατά των μεταρρυθμίσεων που σύμφωνα με τους ειδικούς θα υπονομεύσουν την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος.
You will find more infographics at Statista
Όπως φαίνεται σε ετήσια έρευνα του The Israel Democracy Institute, η εμπιστοσύνη των Ισραηλινών στους θεσμούς του κράτους έχει επιδεινωθεί εδώ και μερικά χρόνια. Ειδικότερα, μόνο το 35% των ανθρώπων στη χώρα να δηλώνουν ότι εμπιστεύονται τους θεσμούς αρκετά ή πολύ το 2022, από το υψηλό του 61% το 2012. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξακολουθούσε να απολαμβάνει ένα συγκρίσιμο υψηλό δείκτη εμπιστοσύνης: το 42% των Εβραίων Ισραηλινών δήλωσαν ότι το εμπιστεύτηκε πέρυσι – κατέλαβε την 3η θέση πίσω από τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις και τον Πρόεδρο του Ισραήλ.
Αυτή η βαθμολογία ήταν σημαντικά υψηλότερη από την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση (24%) και την Κνεσέτ, το ισραηλινό κοινοβούλιο (19%). Για τους Άραβες Ισραηλινούς στην έρευνα, εκπρόσωπος του πληθυσμού της χώρας, το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το πιο αξιόπιστο όργανο από όλα, ενώ η εμπιστοσύνη ήταν χαμηλότερη σε γενικές γραμμές για αυτήν την ομάδα.
Το ενδεχόμενο υποβάθμισης
Σημειώνεται ότι, παρά τους μέχρι τώρα αρκετούς πολέμους και τις εσωτερικές και διεθνείς οικονομικές κρίσεις, το Ισραήλ δεν υποβαθμίστηκε από τους οίκους αξιολόγησης.
Όμως, η αξιολόγησή του ήταν ήδη υπό πίεση πριν από τις άνευ προηγουμένου επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου από την Χαμάς, με τους οίκους αξιολόγησης να αντιμετωπίζουν όλο και πιο σκεπτικά τις αμφιλεγόμενες προσπάθειες της κυβέρνησης να αποδυναμώσει το δικαστικό σώμα. Toν περασμένο Απρίλιο η Moody’s υποάθμισε τις προοπτικές του Ισραήλ σε σταθερές από θετικές, διατηρώντας τη βαθμίδα Α1.
Στον πάγο από Moody’s
Η Moody’s Investors Service ανέβαλε την προγραμματισμένη αξιολόγηση του Ισραήλ την Παρασκευή. Η ανθεκτικότητα των ισραηλινών εκδοτών χρέους διακυβεύεται εάν συνεχιστεί μια σύγκρουση, ανέφερε ο οίκος αξιολόγησης σε ερευνητικό σημείωμα την περασμένη εβδομάδα.
Η σύγκρουση στη Γάζα θα επιφέρει αύξηση των κρατικών δαπανών, μείωση της είσπραξης φόρων και αύξηση του κρατικού ελλείμματος, είπε ο αξιωματούχος. Ωστόσο, το Ισραήλ δεν αναμένει καμία επίπτωση στις χρηματοδοτικές του δυνατότητες, επειδή έχει ισχυρό δημοσιονομικό μαξιλάρι.
Καλπάζουν τα CDS
Οι αποδώσεις στα 10ετή κρατικά ομόλογα του Ισραήλ έχουν εκτοξευθεί στο 4,141%.
Το spread των 10ετών έναντι 2ετών είναι 17,3 bp. Η καμπύλη απόδοσης είναι επίπεδη στις μακροπρόθεσμες έναντι βραχυπρόθεσμες λήξεις.
Το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας είναι 4,75% (τελευταία τροποποίηση τον Μάιο του 2023).
Η πιστοληπτική ικανότητα του Ισραήλ είναι AA-, σύμφωνα με τη Standard & Poor’s.
Το CDS κινείται στο 57,23 και η τεκμαρτή πιθανότητα αθέτησης είναι 0,95%.
Το κόστος για την ασφάλιση των ισραηλινών ομολόγων έναντι πιθανής χρεοκοπίας έχει εκτοξευθεί στο υψηλότερο σημείο της τελευταίας δεκαετίας ήδη από την περασμένη εβδομάδα. Αυτό το καθιστά πιο κι από το Περού, που αξιολογούνται τρία επίπεδα χαμηλότερα από το Ισραήλ.
SitRep: Η οικονομία
Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας του Ισραήλ, Amir Yaron, εξέφρασε επίσης την πεποίθησή του για την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
«Κάθε πόλεμος έχει μια σημαντική οικονομική διάσταση που περιλαμβάνει τον αντίκτυπο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, και με τόσους πολλούς εφέδρους στρατιώτες στην πρώτη γραμμή και αμάχους σε καταφύγια, υπάρχει επίδραση στην πραγματική οικονομία», είπε ο Yaron από το Μαρακές. «Ωστόσο, με τις κατάλληλες δημοσιονομικές προσαρμογές, που πιστεύω ότι είναι διαχειρίσιμες, δεν θα πρέπει να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στη θεμελιώδη δημοσιονομική θέση του Ισραήλ», πρόσθεσε.
Το κόστος του πολέμου
Το Ισραήλ έχει ορκιστεί να εξαφανίσει τη Χαμάς ως απάντηση στην επίθεση που σκότωσε 1.300 ανθρώπους στο νότιο Ισραήλ. Προετοιμάζεται για μια χερσαία επίθεση εναντίον της ομάδας στη Λωρίδα της Γάζας, τροφοδοτώντας εικασίες για παρατεταμένο πόλεμο. Υπάρχουν φόβοι ότι ένα δεύτερο μέτωπο θα μπορούσε να ανοίξει στο βορρά με τη Χεζμπολάχ, την πολιτοφυλακή που εδρεύει στον Λίβανο.
Το οικονομικό κόστος της σύγκρουσης πιθανότατα θα ανέλθει σε τουλάχιστον 27 δισεκατομμύρια σέκελ (6,8 δισεκατομμύρια δολάρια), σύμφωνα με την Bank Hapoalim στο Τελ Αβίβ.
Το σχετικά χαμηλό δημόσιο χρέος του Ισραήλ, στο 60% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, και ένα δημοσιονομικό έλλειμμα περίπου 2% υποδηλώνουν ότι η κυβέρνηση έχει περιθώρια να αυξήσει τις δαπάνες, ειδικά για την άμυνα. Η μελλοντική βοήθεια από τις ΗΠΑ θα μπορούσε να στηρίξει περαιτέρω τις πρόσθετες ανάγκες δαπανών τους, δήλωσαν οι αναλυτές της Deutsche Bank AG.