Οι τράπεζες έπιασαν ταβάνι στα κέρδη και αυτό καταγράφεται στο ταμπλό, ενώ πλέον αναδύονται αβεβαιότητες και κανονιστικό στρες, τα οποία η αγορά καλείται να αποτιμήσει. Αυτά συμπεραίνει η Morgan Stanley, η οποία παράλληλα διεξάγει άσκηση για τις επιπτώσεις του πιθανού ρυθμιστικού σοκ από απόφαση της ΕΚΤ για αύξηση της απαίτησης εποπτικών κεφαλαίων.
Τις επιπτώσεις της ενδεχόμενης αύξησης των απαιτήσεων για τα ελάχιστα αποθεματικά (MRR) στις ελληνικές τράπεζες, που συζητά ανοιχτά η ΕΚΤ, εξετάζει η Morgan Stanley.
Σύμφωνα με το σενάριο το υποχρεωτικό όριο για τα ελάχιστα αποθεματικά (Minimum Reserves Requirements) θα ανέβει στο 3-4% από 1% που είναι σήμερα. Πρόκειται για κεφάλαια, από την καταθετική βάση, τα οποία οι τράπεζες τα “παρκάρουν” στην ΕΚΤ, χωρίς -πλέον- να αποφέρουν έσοδα από τόκους.
Στα πρακτικά της συνεδρίασης της ΕΚΤ του Ιουλίου φάνηκε ότι το συμβούλιο αποφάσισε να μην προχωρήσει σε αύξηση στο 2% του ποσοστού των ελάχιστων αποθεματικών. Η αγορά συνέχισε να θεωρεί ότι αυτό αποτελεί κίνδυνο, οπότε οι ειδήσεις που υποδηλώνουν ακόμη μεγαλύτερη αύξηση δεν είναι θετικές για τις τράπεζες. Νωρίτερα εντός του έτους, η ΕΚΤ ανακοίνωσε μια αλλαγή στην επιτοκιακή αμοιβή των ελάχιστων αποθεματικών στο 0%.
Bάσει των πρώτων αναλύσεων του αμερικανικού οίκου, ο αντίκτυπος μιας πιθανής αύξησης των υποχρεωτικών αποθεματικών στο 4% θα είναι αρνητικός στα κέρδη των ελληνικών τραπεζών το 2024 της τάξεως του 4% – 6% και το 2025 ύψους 3% – 4%.
Με το ποσοστό των ελάχιστα υποχρεωτικών καταθέσεων να ενισχύεται σε 2%, η αρνητική επίδραση θα ήταν αντίστοιχα 1% – 2% και 1% – 1,5% για την επόμενη διετία. Η Τράπεζα Πειραιώς και η Alpha Βank θα επηρεαστούν περισσότερο από μια αλλαγή, σε σχέση με τις Εθνική Τράπεζα και Eurobank.
Να σημειωθεί ότι το Crisis Monitor εντόπισε, αναγνώρισε και ανέδειξε έγκαιρα τη συζήτηση που άνοιξε σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αναπροσαρμογή των κανονιστικών απαιτήσεων, στο πλαίσιο επανασχεδιασμού της πολιτικής μετά την κατάρρευση της Credit Suisse.
Έπιασαν ταβάνι τα έσοδα
«Μετά την υπεραπόδοση του εγχώριου κλάδου έναντι των ομοειδών τραπεζών της περιοχής της Νότιας & Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA) φέτος, πιστεύουμε ότι οι αρνητικές αποδόσεις στο ταμπλό του ΧΑ (-4% τον τελευταίο μήνα) αντανακλούν: α) την κορύφωση του κύκλου των καθαρών εσόδων από τόκους και β) την πρόσφατη αύξηση του ρυθμιστικού ‘θορύβου’ στην Ευρώπη, η οποία θα μπορούσε να συνεχίσει να επιβαρύνει τις μετοχές», επισημαίνει η MS.
«Οι ελληνικές τράπεζες σημειώνουν πτώση 4% κατά μέσο όρο τον τελευταίο μήνα, με τις ελληνικές τράπεζες να διαπραγματεύονται σε τιμές 0,5-0,7 φορές σε όρους ενσώματης λογιστικής αξίας για το 2024 και 5 με 6 φορές τα καθαρά κέρδη του 2024. Τονίζουμε ότι οι αποτιμήσεις των μετοχών μας βασίζονται σε μέσο όρο δείκτη αποδοτικότητας ενσώματων ιδίων κεφαλαίων RοTE για το 2025 της τάξεως του 11,5% για τις ελληνικές τράπεζες έναντι στόχων άνω του 12%, ο οποίος ενσωματώνει κανονικοποιημένα επιτόκια της τάξης του 2,5% περίπου, έναντι μέγιστου 4% επί του παρόντος», καταλήγει ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος.
Οι τράπεζες της Ευρωζώνης είναι υποχρεωμένες να έχουν συγκεκριμένη ποσότητα κεφαλαίων στους τρεχούμενους λογαριασμούς τους στην αντίστοιχη εθνική κεντρική τράπεζα. Αυτά τα κεφάλαια ονομάζονται υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά. Τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά των τραπεζών καθορίζονται συνήθως για περίοδο έξι έως επτά εβδομάδων, η οποία αποκαλείται «περίοδος τήρησης αποθεματικών». Το ύψος των κεφαλαίων που πρέπει να έχουν οι τράπεζες υπολογίζεται με βάση τους ισολογισμούς τους πριν από την έναρξη κάθε περιόδου τήρησης.