Συνειδητά σκληρότερη πολιτική σύσφιξης επέλεξε η ΕΚΤ, υπό τη σκιά της απειλής του πληθωρισμού, της αβεβαιότητας και της ανησυχίας ότι οι κυβερνήσεις μπορεί να αποδεχθούν -πάλι- αναξιόπιστες στη δημοσιονομική συμμόρφωση.
Τους ορατούς πλέον κινδύνους επιβράδυνσης, ύφεσης ακόμη και stagflation στην Ευρωζώνη αναγνωρίζει η ΕΚΤ, ενώ παράλληλα διαπιστώνει μετρήσιμα αποτελέσματα από την έως τώρα πολιτική σύσφιξης, διστάζει όμως να σηματοδοτήσει αλλαγή πορεία ή ακόμη και την προοπτική αναθεώρησης, καθώς οι ιθύνοντες εκτιμούν ότι η δημοσιονομική πολιτική των κυβερνήσεων έχει συχνά βρεθεί αναξιόπιστη και προ-κυκλική.
Τόσο οι εκτιμήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ, όσο και ο τοποθετήσεις και τα συμπεράσματα των μελών του ΔΣ της ΕΚΤ συμπίπτουν σε μερικά μείζονα συμπεράσματα για την κατάσταση που διαμορφώνεται, αλλά και για ανάγκη πιο ενεργής συνεργασίας των κυβερνήσεων.
Εν μέσω αβεβαιοτήτων, πάντως, η ΕΚΤ προτίμησε την ενδεχομένως υπερβάλουσα σύσφιξη από τη πιθανώς… κατώτερη των περιστάσεων.
Στα πρακτικά αναφέρεται ότι:
“εν όψει των ακόμη αυξημένων προοπτικών για τον πληθωρισμό, μαζί με τις ασθενέστερες προοπτικές ανάπτυξης, εκφράστηκε επίσης η ανησυχία ότι η οικονομία μπορεί να εισέρχεται σε φάση στασιμοπληθωρισμού, σε αντίθεση με ένα πιο ευνοϊκό σενάριο ήπιας προσγείωσης.
Υπογραμμίστηκε ότι η εντολή του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν η σταθερότητα των τιμών και ότι είχε παραχωρηθεί θεσμική ανεξαρτησία ώστε να επιτραπεί στις κεντρικές τράπεζες να εστιάσουν την προσοχή τους στη σταθερότητα των τιμών”.
Η επιλογή της έντασης
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται:
“Λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες αβεβαιότητες και το μεγάλο κόστος της μείωσης του πληθωρισμού από τη στιγμή που είχε εδραιωθεί, υποστηρίχθηκε ότι ήταν προτιμότερο να γίνει πιο αυστηρή η νομισματική πολιτική παρά να μην γίνει αρκετά αυστηρή. Πριν αποφασίσει να σταματήσει τον κύκλο σύσφιξης, το Διοικητικό Συμβούλιο χρειαζόταν σαφέστερες ενδείξεις για το εάν ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς τον στόχο μόλις εξασθενίσουν οι επιπτώσεις των πρόσφατων κραδασμών. Τελικά, οι κίνδυνοι πληθωρισμού από τις δημοσιονομικές εξελίξεις θεωρήθηκαν ότι παραμένουν”.
Τα μηνύματα της Λαγκάρντ
Όπως είχε κατ επανάληψη τονίσει η Κριστίν Λαγκάρντ, το διοικητικό συμβούλιο διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων, ενώ στο τραπέζι βρίσκεται και η παύση.
«Θα ήταν απαραίτητη μια περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο εάν δεν υπάρξουν πειστικά στοιχεία ότι η επίδραση της σωρευτικής σύσφιξης είναι αρκετά ισχυρή ώστε να μειώσει τον δομικό πληθωρισμό», έδειξαν τα πρακτικά της συνεδρίασης στις 26-27 Ιουλίου.
«Από την άλλη πλευρά, υποστηρίχθηκε ότι ήταν πολύ πιθανό οι προβλέψεις του προσωπικού της ΕΚΤ του Σεπτεμβρίου να αναθεωρήσουν την πορεία του πληθωρισμού αρκετά προς τα κάτω, προς το 2%, χωρίς να χρειαστεί νέα αύξηση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο».
Από την έναρξη του κύκλου σύσφιξης της κεντρικής τράπεζας τον Ιούλιο του 2022, τα στελέχη της ΕΚΤ έχουν εφαρμόσει μια άνευ προηγουμένου αύξηση των επιτοκίων κατά 425 μονάδες βάσης, σημειώνοντας τον ταχύτερο ρυθμό σύσφιξης στην ιστορία της.
Στη συνεδρίαση υπογραμμίστηκε ότι ο τρέχων περιοριστικός χαρακτήρας της νομισματικής πολιτικής και ο βαθμός περιορισμού της νομισματικής πολιτικής που θα μπορούσε τελικά να απαιτηθεί παρέμειναν αβέβαιοι. Σύμφωνα με τα τρία κύρια στοιχεία της «λειτουργίας αντίδρασης» που είχε ανακοινώσει το Διοικητικό Συμβούλιο νωρίτερα εντός του έτους, τα μέλη αξιολόγησαν τις εξελίξεις μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 14-15 Ιουνίου σχετικά με τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Η κατάσταση τώρα
Ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης παρέμεινε σταθερός αυτό τον μήνα, αλλά η υποκείμενη αύξηση των τιμών (ο δομικός πληθωρισμός) υποχώρησε, όπως αναμενόταν, μια μικτή εικόνα που περιπλέκει τη ζωή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς σταθμίζει τα πλεονεκτήματα μιας παύσης των αυξήσεων επιτοκίων, ενόψει μιας ορατής επιβράδυνσης της ανάπτυξης.
Ο συνολικός πληθωρισμός στις 20 χώρες που μοιράζονται το ευρώ παρέμεινε αμετάβλητος στο 5,3% τον Αύγουστο, αψηφώντας τις προσδοκίες για πτώση στο 5,1%. Ωστόσο, η δομική μέτρηση, που εξαιρεί τις ασταθείς τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, μειώθηκε όπως αναμενόταν, στο 5,3% από 5,5% του Ιουλίου.