Την επί τα βελτίω αναθεώρηση των προβλέψεών του για την παγκόσμια ανάπτυξη ανακοίνωσε το ΔΝΤ, υπογραμμίζοντας όμως εμφατικού τους κινδύνους που ελλοχεύουν.
Ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας 3% για εφέτος και το 2024 προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή του με τις αναθεωρημένες προοπτικές. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις του Απριλίου αλλά χαμηλότερο από το 3,5% που σημειώθηκε το 2022.
Για τον παγκόσμιο πληθωρισμό, το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα μειωθεί στο 6,8% φέτος, κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο σε σχέση με την πρόβλεψη του Απριλίου, και στο 5,2% το 2024 από 8,7% το 2022.
Η επιβράδυνση της ανάπτυξης περιορίζεται στις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπου το ΑΕΠ αναμένεται ηπιότερη από το 2,7% πέρυσι στο 1,5% φέτος και το 1,4% το 2024, ενώ για την Ευρωζώνη προβλέπεται μείωση του ΑΕΠ στο 0,9% από 3,5% πέρυσι. Αντίθετα, η ανάπτυξη στις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες αναμένεται να ενισχυθεί στο 4,1% φέτος και το 2024 από 3,1% το 2022.
Στην έκθεση με τίτλο: «Η παγκόσμια οικονομία σε τροχιά αλλά δεν έχει βγει ακόμη από τις δυσκολίες», το ΔΝΤ σημειώνει τις ενδείξεις βελτίωσης της παγκόσμιας οικονομίας. Αναφέρει ότι η κρίση του κορωνοϊού έχει τελειώσει επισήμως και η κατάσταση σχετικά με τις εφοδιαστικές αλυσίδες έχει επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ η οικονομική δραστηριότητα στο α’ τρίμηνο του έτους έδειξε ανθεκτικότητα, παρά το δύσκολο περιβάλλον, εν μέσω απροσδόκητα ισχυρών αγορών εργασίας.
Αναφέρει ακόμη ότι οι τιμές ενέργειας και τροφίμων έχουν μειωθεί σημαντικά από τα υψηλά επίπεδά τους μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, επιτρέποντας στις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις να υποχωρήσουν ταχύτερα από το αναμενόμενο και ότι η χρηματοπιστωτική αστάθεια μετά την τραπεζική αναταραχή του Μαρτίου παραμένει περιορισμένη χάρη στα ισχυρά μέτρα των Αρχών των ΗΠΑ και της Ελβετίας.
Ωστόσο, παρατηρεί ότι πολλά προβλήματα εξακολουθούν να θολώνουν τον ορίζοντα και ο επικεφαλής οικονομολόγος του, Πιερ Ολιβιέ Γκουρινσά, δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «είναι πολύ νωρίς για πανηγυρισμούς».
Από την άλλη πλευρά, το Ταμείο σημειώνει ότι το ισοζύγιο των κινδύνων παραμένει καθοδικό. Κατ’ αρχάς αυξάνονται οι ενδείξεις πως η παγκόσμια οικονομία χάνει δυναμική. Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής παγκοσμίως έχει αυξήσει τα επιτόκια σε περιοριστικό έδαφος και αυτό έχει αρχίσει να επηρεάζει αρνητικά τη δραστηριότητα, επιβραδύνοντας την αύξηση των δανείων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα και ασκώντας πίεση στις αγορές ακινήτων. Στις ΗΠΑ, οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις λόγω των μέτρων στήριξης στη διάρκεια της πανδημίας έχουν σχεδόν αναλωθεί. Στην Κίνα, η ανάκαμψη μετά το εκ νέου άνοιγμα της οικονομίας της δείχνει να χάνει δυναμική, εν μέσω συνεχιζόμενων ανησυχιών για τον τομέα ακινήτων, με ευρύτερες συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία.
Δεύτερον, ο δομικός πληθωρισμός, που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, παραμένει πολύ υψηλότερος σε σχέση με τους στόχους των κεντρικών τραπεζών και αναμένεται να μειωθεί σταδιακά από 6% φέτος στο 4,7% το 2024, με την πρόβλεψη να έχει αναθεωρηθεί ανοδικά κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες. Πιο ανησυχητικό θεωρείται ότι ο δομικός πληθωρισμός στις ανεπτυγμένες οικονομίες αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητος στο 5,1% εφέτος και να υποχωρήσει στο 3,1% το 2024. «Είναι ξεκάθαρο ότι η μάχη κατά του πληθωρισμού δεν έχει κερδηθεί ακόμη», σημείωσε ο Γκουρινσά, προσθέτοντας ότι οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας και η δυναμική των μισθών και κερδών θα είναι κρίσιμης σημασίας για τη διάρκεια του πληθωρισμού.
Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν 3,8% μεταξύ του α’ τριμήνου 2022 και 2023 για τις ανεπτυγμένες και τις μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, με τη μείωση αυτή να εξηγεί εν μέρει γιατί η αγορά εργασίας παρέμεινε ισχυρή παρά την επιβράδυνση της ανάπτυξης, αν και σε ορισμένες χώρες η αύξηση της απασχόλησης ξεπερνά το επίπεδο που θα δικαιολογούσε η μείωση του κόστους εργασίας.
Ο Γκουρινσά εκτιμά ότι υπάρχει περιθώριο να ανακάμψουν οι πραγματικοί μισθοί χωρίς να προκληθεί ένα σπιράλ αύξησης μισθών – τιμών καθώς τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών έχουν αυξηθεί πολύ την τελευταία διετία.
Για τα επιτόκια, το ΔΝΤ αναφέρει ότι οι περισσότερες μεγάλες οικονομίες είναι λιγότερο πιθανό να χρειαστούν επιπλέον μεγάλες αυξήσεις, αλλά τονίζει ότι είναι σημαντικό να αποφευχθεί μία πρόωρη μείωσή τους, δηλαδή πριν ο δομικός πληθωρισμός παρουσιάσει ξεκάθαρα και διαρκή σημάδια υποχώρησης.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, το Ταμείο αναφέρει ότι είναι πλέον καιρός για τη σταδιακή αποκατάσταση των δημοσιονομικών διαθεσίμων, αλλά σημειώνει ότι αυτό δεν σημαίνει μία γενικευμένη λιτότητα, προσθέτοντας ότι ο ρυθμός και η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να εξαρτάται από το ύψος της ιδιωτικής ζήτησης και από την ανάγκη προστασίας των πιο ευάλωτων. Σημειώνει επίσης ότι τα μέτρα στήριξης από την ενεργειακή κρίση πρέπει να καταργηθούν καθώς οι τιμές ενέργειας επανέρχονται στα προ πανδημίας επίπεδα.