Αντιδράσεις τόσο μεταξύ των ιδιοκτητών ακινήτων όσο και στην ασφαλιστική αγορά προκαλεί το μέτρο κινητροδότησης των ιδιοκτητών για την ασφάλιση των κατοικιών τους με έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ.
Περιορισμένης αποτελεσματικότητας ως κίνητρο και αυξημένης επικινδυνότητας ως μέτρο μεταβίβασης κινδύνου αξιολογείται ευρέως από την ασφαλιστική αγορά το υπό συζήτηση μέτρο έκπτωσης 10% στον ΕΝΦΙΑ που σχεδιάζει να δώσει η κυβέρνηση σε όσους επιλέξουν να ασφαλίσουν τις κατοικίες για φυσικές καταστροφές.
Η κυβέρνηση με αυτόν τον τρόπο ισχυρίζεται ότι θα πετύχει τρεις στόχους: ότι θα αυξήσει το εισόδημα των νοικοκυριών, θα δώσει φορολογικά κίνητρα για να ασφαλιστούν οι κατοικίες, και θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Ωστόσο, όταν αυτό αξιολογείται με κριτήρια αγοράς, αυτό που επιτυγχάνει είναι τη μεταφορά κινδύνου από το Δημόσιο στους ιδιώτες και τη μείωση του ρίσκου και των απρόβλεπτων στον κρατικό προϋπολογισμό. Επίσης, υπάρχει και μια ακόμη παράμετρος αυτή του net value της ελάφρυνσης, η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων αρκεί για να αντισταθμίσει το κόστος των ασφαλίστρων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΠΟΜΙΔΑ το ποσοστό μείωσης μόλις 10% είναι για τους περισσότερους φορολογούμενους συμβολικό και όχι αποτελεσματικό κίνητρο. Οι ιδιοκτήτες υποστηρίζουν ότι για να λειτουργήσει το μέτρο και η κυβέρνηση να πιάσει τους στόχους της η έκπτωση στον φοροεισπρακτικό ΕΝΦΙΑ θα πρέπει να είναι φτάσει και να ξεπεράσει το 25%. δεδομένου ότι η πολλαπλή φορολόγηση ολόκληρου του ασφαλιστικού τζίρου, ελαχιστοποιεί στην κυριολεξία το εντεύθεν δημοσιονομικό βάρος.
Περαιτέρω το μέτρο και η έκπτωση δεν θα δουλέψει με τα παζάρια των τριών, των τεσσάρων ή των πέντε μηνών και τους συνυπολογισμούς με βάση το χρόνο ασφάλισης.
Έτσι, συνδυαστικά, η αγορά αντιλαμβάνεται το μέτρο ως «κενό γράμμα». Επίσης δεν διευκρινίζεται στο σχέδιο νόμου το πώς ορίζεται η αξία του οικοπέδου και πως προσδιορίζεται ασφαλιστέα αξία.
Σύμφωνα με την ΠΟΜΙΔΑ «ως αξία του ακινήτου, για τις ανάγκες εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, λαμβάνεται η αξία του κτίσματος ή των κτισμάτων, μη υπολογιζόμενης της αξίας του οικοπέδου»! Εδώ υπάρχει μια θεμελιώδης λογική αντίφαση: Είναι γνωστό σε όλους ότι η «Τιμή Ζώνης», το βασικό δηλαδή μέγεθος του συστήματος Αντικειμενικού Προσδιορισμού της ανά τ.μ. αξίας των ακινήτων, εμπεριέχει και την αξία του ποσοστού οικοπέδου που αντιστοιχεί σε κάθε οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα, κατάστημα κλπ.). Έτσι η διάταξη ρητά υποχρεώνει τους ιδιοκτήτες σε αναγκαστική και παράλογη «υπερασφάλιση» των κτισμάτων τους, προσθέτοντας και την αντιστοιχούσα οικοπεδική αξία (!), παρότι σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση αυτή απαλλάσσεται ρητά! Για να μην αποτύχει η ρύθμιση, πρέπει να οριστεί ρητά ως ελάχιστο όριο ασφαλιστέας αξίας το κατασκευαστικό κόστος κατοικίας, όπως το υπολογίζουν οι ασφαλιστικές εταιρίες, και όχι η συνήθως υπερτιμημένη αξία τους στον ΕΝΦΙΑ.
Τέλος, υπ όψιν θα πρέπει να ληφθεί το ότι όσοι ασφαλισμένοι πάθουν ζημιά από θεομηνία, μοιραία θα αποκλειστούν από την δωρεάν κρατική αρωγή προς τους ανασφάλιστους. Εν όψει του ότι σε όλα τα ασφαλιστήρια σεισμού υπάρχει απαλλαγή της ασφαλιστικής εταιρίας για το 2% του ασφαλισμένου κεφαλαίου, για να μην αδικηθούν οι ασφαλισμένοι, θα πρέπει ο νόμος να προβλέπει ρητά ότι, σε ζημιές που υπερβαίνουν π.χ. τις 10.000 ευρώ, αυτό το ποσοστό θα καλύπτεται από το Κράτος και ολόκληρο το υπόλοιπο 98% της ζημιάς τους από την ασφαλιστική εταιρία.
Το νομοσχέδιο και η πρωτοβουλία της κυβέρνησης κινδυνεύει να μείνει στα αζήτητα ακόμα και αν ψηφιστεί καθώς θα δείξει αδιάφορο στους πολίτες