Συνεχίζεται το μπαράζ θετικών εκθέσεων από οίκους για το Χρηματιστήριο και τις τράπεζες, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του ισχυρού ανοδικού μομέντουμ της αγοράς, ενώ καθίσταται πλέον σαφές ότι η Ελλάδα έχει αποκτήσει σταθερή θέση στα ραντάρ των ξένων επενδυτών.
Το ισχυρό και επίμονο ενδιαφέρον των διεθνών επενδυτών καταδεικνύει το μπαράζ εκθέσεων για το Χρηματιστήριο της Αθήνας και τις τραπεζικές μετοχές, καθώς η Ελλάδα επανακάμπτει και η οικονομία προβλέπεται να διατηρήσει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις ομότιμες χώρες και από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ενώ δεδομένο θεωρείται πλέον και η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Το ΧΑ αποτελεί μία από τις κορυφαίες επιλογές της Goldman Sachs μεταξύ των αναδυόμενων αγορών της Ευρώπης, με τη Goldman Sachs να ανεβάζει αισθητά την τιμή-στοχο για τον Γενικό Δείκτη στις 1.375 μονάδες από τις 1.200 μονάδες, ενώ η αγορά αγορά φλερτάρει με τις 1300 μονάδες.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Goldman Sachs, το περιθώριο ανόδου προσδιορίζεται στο 8%, αλλά δεν σημαίνει ότι η κορυφή θα είναι εκεί, αλλά ότι η μέση τιμή του γενικού δείκτη στο προσεχές 12μηνο θα διαμορφωθεί στις 1375 μονάδες. Ο δείκτης αποτίμησης κερδών P/E τοποθετείται στο 8,8,, καθιστώντας την ελληνική αγορά αισθητά φθηνότερη από τις συγκρίσιμες, γεγονός που αποτελεί πλεονέκτημα και θα μπορούσε να σηματοδοτήσει και ανοδικό overshooting.
Τα κέρδη ανά μετοχή εκτιμάται πως θα ενισχυθούν κατά 8% τους επόμενους δώδεκα μήνες, με το consensus των αναλυτών να βρίσκεται λίγο χαμηλότερα στο 2%, ενώ η μερισματική απόδοση εκτιμάται στο 4%.
Η Morgan Stanley προτιμά Εθνική από Eurobank
Την αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων τους συστήνει στους πελάτες της η Morgan Stanley, ενώ αναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες προτείνει αύξηση θέσεων και διατήρηση. Συνολικά, στην έκθεσή της προβλέπει ότι ο κλάδος στην Ελλάδα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει.
Ειδικότερα, καθώς τα υψηλά επιτόκια και η πολιτική διατήρησησής τους σε περιοριστική περιοχή αλλάζουν το σκηνικό στις τράπεζες, οι αναλυτές εστιάζουν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τη μεσοπρόθεσμη εξέλιξή τους υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις. Έτσι, στρέφεται στην Εθνική Τράπεζα, για την οποία συστήνει αύξηση θέσεων, ενώ κατεβάζει τη Eurobank σε equalwight, που πρακτικά συνεπάγεται μείωση θέσεων, -από overweight-. Οι συστάσεις αυτές μεταφράζονται ως προς τη βαρύτητα των συγκεκριμένων τοποθετήσεων στα χαρτοφυλάκια, συγκριτικά δηλαδή και όχι σε απόλυτα μεγέθη.
Οι αναλυτές στρέφονται πλέον στον αμυντικό χαρακτήρα της καταθετικής βάσης των τραπεζών, κεντρικό συστατικό των ελληνικών τραπεζών, κυρίως λόγω της συγκέντρωσης της αγοράς. Ο οίκος δίνει σύσταση
- για την Εθνική (Overweight),
- τη Eurobank (Equal-weight)
- ενώ η Πειραιώς παραμένει η κορυφαία επιλογή.
Οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών ανέβηκαν κατά περίπου 65% κατά μέσο όρο φέτος, υποστηριζόμενες από αναβαθμίσεις κερδών (+39%), διαρθρωτική μακροοικονομική ανάκαμψη και φθηνές αποτιμήσεις. «Πιστεύουμε ότι η εστίαση των επενδυτών θα μετατοπιστεί στις μακροπρόθεσμες βιώσιμες αποδόσεις», γράφει ο οίκος και στην έκθεσή του κάνει «βαθιά βουτιά» στους στόχους 2023-2025 που ανακοίνωσαν οι τράπεζες.
Ποιοτικά στοιχεία
Η Morgan Stanley ότι οι θετικές προοπτικές για την αύξηση των δανείων, το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων και οι φθίνουσες προβλέψεις μπορούν να οδηγήσουν σε απόδοση επί των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (ROTE) περίπου 12% το 2025 για τη Eurobank και την Εθνική. Για την Πειραιώς και την Alpha Bank βλέπει ROTE 10,5%, καθώς περιμένει μεγαλύτερη ορατότητα σε ό,τι αφορά τα έσοδα από προμήθειες.
Οι ελληνικές τράπεζες αναμένεται να επιτύχουν αύξηση στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) κατά μέσο όρο +38% σε ετήσια βάση το 2023, υποστηριζόμενες από βελτίωση κατά 73 μονάδες βάσης επέκταση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (NIM), επωφελούμενες από τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Με ~36% μέση ανοδική πορεία προς τους στόχους τιμών, μας αρέσει ο ελληνικός τραπεζικός τομέας στο σύνολό του, σημειώνει. Ωστόσο, έχοντας ως «κλειδί» τα beta καταθέσεων, μετατοπίζει την προτίμησή της στην Εθνική Τράπεζα για την οποία συστήνει αύξηση θέσεων Overweight), ενώ στη Eurobank συστήνει διατήρηση ίσης στάθμισης στα χαρτοφυλάκια, δεδομένου ότι:
i) της μεγαλύτερης τάσης της Εθνικής προς τις καταθέσεις λιανικής (77% έναντι 62% για την Eurobank) και το υψηλότερο μερίδιο των καταθέσεων λιανικής (~79% έναντι 62%), υποδηλώνοντας ένα σχετικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όσον αφορά την τροχιά του κόστους χρηματοδότησης,
ii) χαμηλού δείκτη LDR (64% έναντι 73% για τη Eurobank από το α’ τρίμηνο του ’23),
iii) υψηλότερης κάλυψης NPE (88% έναντι 76% από το 1ο τρίμηνο του 23) και iv) των επιπέδων κεφαλαίου (CET1 FL16,5% έναντι 15,5% το 1ο τρίμηνο του ’23).