Την υφεσιακή δυναμική που καταγράφεται στις ανεστραμμένες καμπύλες των ομολόγων υπογράμμισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία του στο δείπνο του Economist, ενώ παράλληλα επιμένει ότι το τέλος της πολιτικής σύσφιξης είναι ορατό, αλλά ήταν ασαφής για την περίοδο που θα παραμείνουν εκεί.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσε τη Δευτέρα ότι δεν μπορεί να αποκλείσει μια νέα αύξηση επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τονίζοντας ότι η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να δεσμευτεί από τώρα καθώς στηρίζει τις αποφάσεις της στα εισερχόμενα οικονομικά στοιχεία.
Η τοποθέτηση του Έλληνα κεντρικού τραπεζίτη στόχο έχει να περιγράψει γλαφυρά το debate στους κόλπους της ΕΚΤ και να συμβάλλει στην μετάδοση και εμπέδωση της πολιτικής, ξεκαθαρίζοντας -στον βαθμό του εφικτού- τον ορίζοντα που σκιαγραφεί το σκεπτικό της απόφασης της ΕΚΤ.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι η Κριστίν Λαγκάρντ προανήγγειλε και νέα αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο, αμέσως μετά τη σύνοδο του Ιουνίου, όταν η ΕΚΤ αποφάσισε να ανεβάσει το κόστος δανεισμού κατά 25 μονάδες βάσης.
Ο Γιάννης Στουρνάρας υποστήριξε ότι ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε τροχιά αποκλιμάκωσης.
Τί θα γίνει με τα επιτοκία
Αναφορικά με τα επιτόκια, ο Γιάννης Στουρνάρας δήλωσε ότι «Είμαστε αναμφίβολα κοντά στο τέλος των αυξήσεων επιτοκίων» σημείωσε. Ήταν όμως ασαφής για το χρόνο διατήρησης των επιτοκίων στο ανώτατο επίπεδο, λέγοντας ότι ενδέχεται να τα κρατήσει εκεί για «έξι μήνες ή έναν χρόνο», ανάλογα με τα οικονομικά δεδομένα.
Ειδικότερα, ο διοικητής της ΤτΕ δήλωσε ότι
“στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχουμε καταστήσει σαφές ότι έχουμε ακόμα αρκετό έδαφος να διανύσουμε. Χρειάζεται περαιτέρω σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Έτσι, καλούμαστε να αναλογιστούμε ποιο ύψος επιτοκίων είναι το κατάλληλο και για ποιο χρονικό διάστημα θα πρέπει αυτό να διατηρηθεί, ώστε να τιθασευτεί ο πληθωρισμός. Δεν υπάρχει μια εύκολη απάντηση σε αυτό”.
Ο Γιάννης Στουρνάρας όμως δεν περιορίστηκε στις διατυπώσεις του ανακοινωθέντος αλλά πρόβαλε και τη θέση της μειοψηφίας στο ΔΣ των γνωστών και ως “περιστεριών”, λέγοντας:
“Συνεπώς, είναι σημαντικό να είμαστε προσεκτικοί στα επόμενα βήματά μας, τα οποία θα πρέπει να είναι σταδιακά και μετρημένα. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τον κίνδυνο να αποδειχθούν ιδιαίτερα έντονες οι επιπτώσεις των μέτρων νομισματικής πολιτικής που έχουμε ήδη λάβει, όταν ξεδιπλωθούν πλήρως. Θα πρέπει να κάμψουμε τον πληθωρισμό, διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποφεύγοντας να οδηγήσουμε την οικονομία σε ύφεση. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι στο διεθνές οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον συνεχίζει να επικρατεί διάχυτη και αυξημένη αβεβαιότητα”.
Επιχείρησε δε να σκιαγραφήσει το περιβάλλον που θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να ξεκινήσει την αποκλιμάκωση των επιτοκίων:
“Οι πρόσφατοι κλυδωνισμοί της παγκόσμιας οικονομίας, και ειδικότερα ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τις επιπτώσεις στις τιμές ενέργειας και τροφίμων, συνέβαλαν πολύ στην αύξηση του πληθωρισμού. Όταν εξασθενήσουν οι αρνητικές αυτές επιδράσεις, και με την προϋπόθεση ότι οι πληθωριστικές προσδοκίες θα παραμένουν σταθερές, τα επιτόκια θα μπορέσουν να αποκλιμακωθούν σταδιακά, στο βαθμό που αυτό είναι σε αρμονία με την επίτευξη του στόχου μας. Όταν επιτύχουμε το στόχο μας για τον πληθωρισμό, οι αγορές αναμένουν ότι τα επιτόκια θα κυμαίνονται κοντά στο 2%”.
Εν κατακλείδι επισήμανε ότι:
“Συνοψίζοντας, με βάση την μέχρι σήμερα πληροφόρηση, πιστεύω ότι είμαστε κοντά στο τέλος του ανοδικού κύκλου των επιτοκίων, αν και δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο τέρμα. Αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, ενδεχομένως μέσα στο 2023 θα δούμε το τέλος των αυξήσεων. Ο πληθωρισμός μειώνεται ήδη και θα μειωθεί κι άλλο όταν ξεδιπλωθούν πλήρως οι επιπτώσεις των μέτρων που έχουμε ήδη λάβει. Ωστόσο, ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλότερο επίπεδο από τον στόχο της σταθερότητας των τιμών για μεγάλο χρονικό διάστημα και αυτό είναι κάτι που δεν μας αφήνει να επαναπαυθούμε”.