Στοιχεία που επιβεβαιώνουν αφενός την υλοποίηση της στρατηγικής απεξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία και τον αντίκτυπο της πτώσης των τιμών ενέργειας στο ισοζύγιο πληρωμών δημοσίευσε η Eurostat.
Το εμπόριο της ΕΕ με τη Ρωσία έχει επηρεαστεί έντονα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με την ΕΕ να επιβάλλει περιορισμούς στις εισαγωγές και τις εξαγωγές σε πολλά προϊόντα.
Λαμβάνοντας υπόψη τις εποχικά προσαρμοσμένες αξίες, τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές έπεσαν κάτω από τα επίπεδα πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Το μερίδιο της Ρωσίας στις εξαγωγές εκτός ΕΕ της ΕΕ μειώθηκε από 4% τον Φεβρουάριο του 2022 σε 1,8% τον Μάρτιο του 2023. Την ίδια περίοδο, το μερίδιο των εισαγωγών εκτός ΕΕ από τη Ρωσία μειώθηκε από 9,5% σε 1,9%.
Το εμπορικό έλλειμμα της ΕΕ με τη Ρωσία, το οποίο κορυφώθηκε στα 18,4 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2022, μειώθηκε σε 6,1 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2022 και μετατράπηκε σε μικρό πλεόνασμα τον Μάρτιο του 2023 στα 0,2 δισ. ευρώ.
Η αξία των εισαγωγών από τη Ρωσία μειώθηκε από 22 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2022 σε 3,8 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2023 και, την ίδια περίοδο, η αξία των εξαγωγών αυξήθηκε ελαφρά από 3,6 δισ. ευρώ σε 4 δισ. ευρώ. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τον Φεβρουάριο του 2022 οι εξαγωγές έφτασαν τα 8,0 δισ. ευρώ.
Γραμμικό γράφημα: εμπόριο αγαθών της ΕΕ με τη Ρωσία,
Ιανουάριος 2021-Μάρτιος 2023
Πηγή δεδομένων: ext_st_eu27_2020sitc
Το συνολικό εμπορικό ισοζύγιο της ΕΕ με τη Ρωσία συσχετίζεται στενά με το ισοζύγιο ενεργειακών προϊόντων. Η άνοδος των τιμών των ενεργειακών προϊόντων το 2021 και το 2022 προκάλεσε σημαντικό εμπορικό έλλειμμα. Ωστόσο, οι περιορισμοί στις εισαγωγές και η πτώση των τιμών μείωσαν το εμπορικό έλλειμμα, το οποίο διαμορφώθηκε στα 5,,6 δισ. το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Το πρώτο τρίμηνο του 2023, το εμπορικό ισοζύγιο ενέργειας ΕΕ-Ρωσίας κατέγραψε έλλειμμα 11,3 δισ. ευρώ, υποδηλώνοντας σημαντική διαφορά από το έλλειμμα που παρατηρήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2022 στα 43,9 δισ. ευρώ.
Από το πρώτο τρίμηνο του 2022, το εμπορικό ισοζύγιο για τα χημικά αυξήθηκε κατά 1,1 δισ. έως 3,7 δισ. ευρώ.